Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάστημα
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανάστημα το [anástima] Ο49 : 1α.το ύψος του ανθρώπου, η απόσταση δηλαδή από το πέλμα ως την κορυφή του κρανίου: Kοντό / μέτριο / κανονικό / ψηλό / γιγάντιο ~. Aντρικό / γυναικείο ~. Οι Kινέζοι είναι άνθρωποι μέτριου αναστήματος. Έχω ~, είμαι ψηλός. β. (για ζώο) η απόσταση από το πέλμα ως την κορυφή της ράχης: Άλογο μέτριου αναστήματος. 2. (μτφ.) οι ικανότητες του ανθρώπου: Tο πνευματικό / ηθικό ~ κάποιου. Πολιτικοί του αναστήματος ενός Bενιζέλου είναι σπάνιοι. ΦΡ ορθώνω το ανάστημά μου, αντιστέκομαι ιδίως από ηθική άποψη.

[ελνστ. ἀνάστημα]

[Λεξικό Κριαρά]
ανάστημα το· ανάστημαν.
  • 1) Kάτι που υψώνεται· οικοδόμημα:
    • να οικοδομήσει οικίας ή έτερον ανάστημαν (Aσσίζ. 20212).
  • 2) (Προκ. για λόφο) κορυφή:
    • (Διγ. Z 3322).

[μτγν. ουσ. ανάστημα. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάστημα1 [anástima] το,
  • ① height, stature, size (of men and animals) (syn παράστημα, κορμοστασιά, ανάσταλμα):
    • ρίχνει, πέταξε ~ |
    • έχει ωραίο ~ |
    • περήφανο, ψηλό, κυπαρισσένιο ~ |
    • ~ λαμπάδα |
    • μέτριος το ~ |
    • είχε .. στο χέρι την αγκλίτσα την ψηλή, μιάμιση από τ' ανάστημά του (Vlachogiannis) |
    • καμάρωσε το σπαθωτό ~ του αλόγου (id.) |
    • τα σκαθάρια μόλις πάρουν ~ξεκόβουν από τους σπάρους (Potamianos)
  • ⓐ phr τεντώνω or υψώνω or ορθώνω το ανάστημά μου show one's power, true greatness etc (syn phr δείχνω ποιος είμαι or πόση δύναμη έχω)
  • ② fig moral or righteous stature, high qualities, dignity or grandeur:
    • το ~ της ψυχής |
    • το ηθικό ~ του ανθρώπου, του λαού |
    • το καλλιτεχνικό ~ του Παρθενώνα |
    • το ηθικό ~του Έλληνα στρατιώτη |
    • συγγραφέας με παγκόσμιο ~ |
    • μεταφραστές που μισοξέροντας μια ξένη γλώσσα .. αντιμετρούσαν το ταπεινό τους ~με τα μέγιστα και τα φημισμένα (Panagiotop) |
    • ο M. ξεπερνά κατά πολύ, σε ~ κι οξυδέρκεια, όλους τους άλλους μαζί (Christidis) |
    • τα σημαντικά αναστήματα του Kant, του Voltaire κλ .. έβαλαν τη σφραγίδα τους στην εποχή τους (Louros) |
    • σε σπάνιες περιπτώσεις η δραματική ποίηση έχει το ίδιο καλλιτεχνικό ~ με τη μουσική (Papanoutsos)

[fr MG ανάστημα ← K, PatrG ← AG ἀνάστημα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάστημα2 [anástima] το, (& ανάστεμα)
  • activities and result of rearing children
  • ⓐ also fig child reared (by), foster child (of):
    • ο δείνα είναι ~ του τάδε |
    • αυτό το παιδί είναι ~ του θείου του |
    • (η μητρυιά) καμαρώνει .. τον ξένο βλαστό που είναι όμως κατά ένα τρόπο και δικό της ~ (Palaiologos) |
    • τέκνο και ~ της πατρίδας είναι ο κάθε πολίτης (Platis) |
    • η νέα ιστοριογραφία .. είναι γέννημα και ~ του Eλληνισμού της Διασποράς (DZakynthinos)

[der of ανίστημι - αναστένω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναστηματομετρία [anastimatometría] η, (L)
  • measuring of height

[cpd of ανάστημα w. combining form -μετρία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναστηματόμετρο [anastimatómetro] το, (L)
  • anthropometer (syn ανθρωπόμετρο)

[fr kath αναστηματόμετρον, cpd of ανάστημα & μέτρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες