Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάστατος -η -ο [anástatos] Ε5 : 1.(για χώρο) που βρίσκεται σε αναστάτωση, αταξία λόγω ακαταστασίας: Aνάστατο δωμάτιο / γραφείο. Οι διαρρήκτες / επισκέπτες άφησαν το διαμέρισμα ανάστατο. 2. (για πρόσ.) α. που βρίσκεται σε αναταραχή λόγω αλλαγής συνθηκών ή άλλης αιτίας που διασαλεύει την προηγούμενη τάξη: Στο σπίτι είμαστε ανάστατοι λόγω των εξετάσεων. Aνάστατη έγινε η γειτονιά από τις φωνές. β. που βρίσκεται σε έντονη συναισθηματική διέγερση, ταραχή: Οι καπνοπαραγωγοί είναι ανάστατοι λόγω των χαμηλών τιμών των προϊόντων τους.
[λόγ. < αρχ. ἀνάστατος `διωγμένος, ερημωμένος, κατεστραμμένος΄ κατά τη σημ. της λ. αναστατώνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάστατος, -η, -ο [anástatos]
- ① thoroughly upset, being in a state of confusion, excited (syn αναστατωμένος, ταραγμένος, ant γαλήνιος, νηφάλιος):
- άνθρωπος ~ |
- γύρισε σπίτι έξω φρενών και ~ |
- ανάστατη καρδιά |
- τα παιδιά ήταν ανάστατα, γυρεύανε ευκαιρία ν' ανοίξουν φασαρίες |
- θα δώσει μία λύση στο πρόβλημα που την κρατούσε ανάστατη (Chatzinis) |
- ~ είναι .. ο κόσμος των μισθοσυντηρήτων που παρακολουθεί με αγωνία τις τιμές των τροφίμων (Psathas, adapted) |
- ο κόσμος είναι ~ κ' η κάθε μέρα που ξημερώνει φέρνει κάτι καινούργιο (Dimaras)
- ② thrown into disorder, upside down, messy, in disarray (syn άνω κάτω, ακατάστατος):
- σπίτι ανάστατο, γειτονιά ανάστατη, χωριό ανάστατο, τόπος ~, πόλη ανάστατη |
- τραπέζι, κρεβάτι ανάστατο, μαλλιά ανάστατα |
- θάλασσα ανάστατη |
- όλη η περιοχή είναι ανάστατη από τα γλέντια (ThKornaros) |
- το λιμάνι γίνηκε ανάστατο· άνθρωποι έτρεχαν πέρα-δώθε (Karagatsis) |
- στο σπίτι .. γίνεται από προχθές φασαρία μεγάλη, πηγαινέλα αδιάκοπo, είναι ανάστατα τα πάντα (Petsalis) |
- ~ ο εσωτερικός της κόσμος δερνότανε σ' ένα μανιακό παραλήρημα (Moatsou-V) |
- poem μνήμες δεσπόζουσες, τυφλές μαινάδες μνήμες, | εντός μου εκραύγαζαν ανάστατες (Sinop)
[fr K (pap, 1st, 3rd c. AD) ἀνάστατος ← AG ἀνάστατος]
- ① thoroughly upset, being in a state of confusion, excited (syn αναστατωμένος, ταραγμένος, ant γαλήνιος, νηφάλιος):