Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάσκελα
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανάσκελα [anáskela] επίρρ. : (κυρίως για πρόσ. ή ζώο) ύπτια, με τη ράχη προς τα κάτω. ANT μπρούμυτα: Ξαπλώνω / κοιμάμαι / κολυμπώ / πέφτω ~. Ξάπλωσε ~ και μετρούσε τα άστρα. || (επέκτ., για πργ.) ανάποδα: Bάζω / ρίχνω κτ. ~.

[μσν. ανάσκελα < ανα- σκέλ(η) επίρρ. ]

[Λεξικό Κριαρά]
ανάσκελα, επίρρ.
  • Mε τη ράχη να αγγίζει στη γη, στο κρεβάτι, κλπ.:
    • τ’ άλογο ρίχνει ανάσκελα μ’ όλο τον καβαλάρη (Eρωτόκρ. B´ 2146
    • έρριψέ τον απάνω εις την τάβλαν … ανάσκελα (Hist. imp. 104).

[<α´ συνθ. ανα‑ (<επίρρ. άνω) + ουσ. σκέλη τα. H λ. το 12. αι. (LBG), στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάσκελα [anáscela] adv (& τανάσκελα)
  • on one's back, supinely (syn L υπτίως, ant μπρούμυτα):
    • πέφτω ~ fall flat on one's back |
    • κοιμάται τανάσκελα |
    • έγειρε, πλάγιασε ~ |
    • ξαπλωμένος, γερμένος ~ |
    • τον πιάνει από τη μέση και τόνε στρώνει ~ |
    • κορμιά πέφτουνε ~κι άλλα μπρούμυτα |
    • κολυμπώ, κολύμπημα ~ |
    • folkt και τραβώντας τραβώντας έσπασε το σκοινί, κι έπεσαν ~ |
    • μ' ένα βάναυσο κίνημα με γύρισε ~ (Prevelakis) |
    • κόλλησε καταγής, ~, τον προδότη και τον πάτησε με το γόνατό του στα στήθια (Venezis) |
    • τόνε σηκώνει λίγο και του φέρνει το μισό κορμί τανάσκελα πάνω στου πηγαδιού την πεζούλα (Petsalis) |
    • το ζωγραφικό κατόρθωμα που πραγματοποίησε .. (ο Mιχαήλ Άγγελος) στην οροφή της Kαπέλλα Σιστίνα, δουλεύοντας .. ~ επάνω σ' ένα ικρίωμα (Kanellop) |
    • poem αυτά είπε κ' έγειρε τανάσκελα, και βρέθη ξαπλωμένος (Homer Il 9.371 Kaz-Kakr) |
    • ποιος είναι αυτός που κείτεται στις πάνω αμμουδιές | ~ φουμέρνοντας ασημοκαπνισμένα ελιόφυλλα; (Elytis)

[fr LMG (Somavera), MG ανάσκελα, cpd of ανα- & MG σκέλος; form τανάσκελα fr phr τ' ανάσκελα; cf ταμπρούμυτα, ταπίστομα etc]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανασκελάς ο [anaskelás] Ο1 : (λαογρ.) φανταστικό βλαπτικό ον που συνήθ. έχει μορφή γαϊδάρου.

[αρχ. ὀνοσκελ(ής) `με γαϊδουρινά πόδια΄ παρετυμ. ανα- και μεταπλ. -άς]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανασκελάς [anascelás] ο, pl ανασκελάδες, folkl,
  • demon usually appearing at night in the shape of a donkey (syn ατζουμπάς):
    • poem οι παρωρίτες κ' οι πλανήταροι κ' οι μαύροι ανασκελάδες. | Xίλια καλώς μας ήρθεν ο καιρός να ξαναπερπατήσουν | σαν άντρες, σα γυναίκες, σα θεριά στη γης τα παραμύθια! (Kazantz Od 16.1030)

[fr MG ονοσκελίς by folket w. pref ανα-; cf ανανίδα fr ανωνίδα ← AG ὄνωνις, ἀνεφέλη fr νεφέλη etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες