Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάσαση [anásasi] η,
- ① breath (syn in ανάσα):
- poem στη γη απ' τ' αμάξι τον κατέβασαν κι ως με νερό από πάνω | τον περέχυσαν πήρε ~ και του άνοιξαν τα μάτια (Homer Il 14.436 Kaz-Kakr) |
- έλα .. ετοιμάσου τώρα πια | .. και πάρε ~ βαθιά το αίμα μου να ρουφήξης .. (FKLitsas) |
- θα φύγεις σαν ~ αλαφριά μες απ' τις χαραμάδες του σπιτιού μου (Votsi)
- ② relief, respite (from discomfort):
- poem άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια αλλ' ανάσασιν καμιά (Solom) |
- εκεί θ' ακούτε ~ να φέρει | στου πόνου που σας καίει τ' αψί φαρμάκι | ένα γλυκό βαλσαμωμένο αέρι (Markoras)
- ③ phr με την ανάσασή μου (σου, του κλ) at one's convenience:
- κάμετέ το με την ανάσασή σας
[der of ανασαίνω as if fr pres *ανασάζω on the basis of ανάσασμα, ανασασμός, which have -σ-]
- ① breath (syn in ανάσα):