Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανάρπαστος, επίθ.· ανέρπαστος.
-
- 1) Που τον αρπάζουν βίαια:
- (Προδρ. IV 254).
- 2) Συνεπαρμένος, που βρίσκεται σε έκσταση:
- (Kυπρ. ερωτ. 272).
[αρχ. επίθ. ανάρπαστος. H λ. και σήμ.]
- 1) Που τον αρπάζουν βίαια:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάρπαστος -η -ο [anárpastos] Ε5 : (ιδ. για εμπόρευμα) που έχει μεγάλη ζήτηση με συνέπεια να πουλιέται αμέσως: Tα ψάρια / τα φρούτα / τα παραρτήματα των εφημερίδων έγιναν ανάρπαστα.
[λόγ. < ελνστ. ἀνάρπαστος `αρπαγμένος΄ σημδ.(;) αγγλ. snapped up]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάρπαστος, -η, -ο [anárpastos]
- ① of goods in great demand, eagerly bought up, snatched or snapped up, gone, sold out:
- τα εισιτήρια έγιναν ανάρπαστα |
- ανάρπαστα είναι τα προϊόντα των πρωίμων καλλιεργειών |
- τα μήλα, τα πορτοκάλια, τα σταφύλια, τα ψάρια έγιναν (or εγινήκαν) ανάρπαστα |
- φωτογραφίες σέξυ έγιναν ανάρπαστες |
- το φύλλο του περιοδικού το Σάββατο γινόταν ανάρπαστο |
- το βιβλίο έγινε ανάρπαστο και η δεύτερη βελτιωμένη έκδοση γίνεται ανάρπαστη σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες |
- τα δείγματα παπουτσιών από την Eλλάδα έγιναν ανάρπαστα στην έκθεση
- ② eagerly taken, grabbed up:
- βλέπετε άσχημες γυναίκες να γίνονται ανάρπαστες σε ελεύθερες ενώσεις και περιζήτητες σε μόνιμες ενώσεις
[fr MG ανάρπαστος ← K, PatrG ἀνάρπαστος ← AG]
- ① of goods in great demand, eagerly bought up, snatched or snapped up, gone, sold out: