Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανάρμοστος, επίθ.
-
- 1) Που δεν ταιριάζει:
- έναι πράγμ’ ανάρμοστο να ’χουν χαρά και θλίψη (Πένθ. θαν. 378).
- 2) Aσυμβίβαστος, αλλόκοτος, ιδιότροπος:
- ανάρμοστοι, ασυντελείς υπάρχουσιν οι λόγοι (Διήγ. παιδ. 70).
- 3) Άσκοπος, παράλογος:
- (Kαλλίμ. 2519).
[αρχ. επίθ. ανάρμοστος. H λ. και σήμ.]
- 1) Που δεν ταιριάζει:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάρμοστος -η -ο [anármostos] Ε5 : (για ανθρώπινη ενέργεια) που δεν είναι σύμφωνος με ό,τι θεωρείται σωστό στα πλαίσια της κοινωνίας: Aνάρμοστη συμπεριφορά / κουβέντα. Mιλάει με τρόπο ανάρμοστο για κληρικό.
ανάρμοστα ΕΠIΡΡ: Tιμωρήθηκε, γιατί μίλησε ~ στον καθηγητή του. [λόγ. < αρχ. ἀνάρμοστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάρμοστος, -η, -ο [anármostos] (L)
- ① unfit, unsuitable, incongruous, incompatible (syn αταίριαστος, ant ταιριαστός)
- ② improper, unseemly, unbecoming (syn ακατάλληλος, απρεπής):
- ανάρμοστοι τρόποι, ανάρμοστα λόγια |
- ανάρμοστη γλώσσα |
- τραγούδι ανάρμοστο για παιδιά |
- διαγωγή ανάρμοστη στη θέση του (για τη θέση του) |
- ανάρμοστη (kath ~) συμπεριφορά |
- πάρα πολύ ανάρμοστη φιλονικία a most unseemly spat |
- ανάρμοστη ελαφρότητα πνεύματος unseemly frivolity |
- ξεστόμισε λόγο ανάρμοστο σ' αυτόν |
- η συζήτηση δεν ξεγλίστρησε σε καμμιά ανάρμοστη παρέκκλιση (Thrylos) |
- η βία, δηλαδή η ανάρμοστη χρήση της εξουσίας, δεν γνωρίζει όρια (Theodorakop) |
- ο πόλεμος είναι κάτι ανάρμοστο στις σχέσεις των προοδευμένων εθνών (Theotokas) |
- η περίπτωση δείχνει ένα στενό και ανάρμοστο σ' επιστήμονα πνεύμα (Sifalakis) |
- μόνο από ανάρμοστη λεπτεπιλεπτοσύνη θα τολμούσε κανείς να τους μαλώσει κλ (Tsirkas) |
- αυτή καθαυτή η δραπέτευση (του Σωκράτη) είναι ακόμη πιο πολύ ανάρμοστη στην περίπτωση ενός γέρου (Platis) |
- ο κουβεντιαστός τόνος στα μυθιστορήματά του παίρνει ανάρμοστες οικειότητες προς τον αναγνώστη (Sachinis) |
- ασυγκράτητες και ανάρμοστες για μια κοπέλα ερωτικές εκφράσεις |
- phr είναι ανάρμοστο εκ μέρους σου it is unbecoming of you; είναι ανάρμοστο να ενεργεί κανείς έτσι |
- θεωρείται πολύ ανάρμοστο να πάει κανείς σε γάμο με αδειανά χέρια |
- δεν βρίσκομε ανάρμοστο να μεταφέρομε εδώ μερικούς στίχους του
[fr kath ← MG ανάρμοστος (transl. of Greg. Magnus dialogi, 8th c.)]