Παράλληλη αναζήτηση
18 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάποδο [anápo∂o] το,
- ① reverse, opposite (syn το αντίθετο, το αντίστροφο):
- αυτά τα λόγια .. έφεραν μάλλον το ~ |
- μη θαρρείς ότι οι κοπέλες έχουνε στην Iταλία λιγότερη σεμνότητα από τις δικές μας· το ~. Aπ' ό,τι βλέπω υπάρχει πού και πού σε μας ξετσιπωσιά μεγαλύτερη (GRoussos)
- ⓐ το ~ της παλάμης the back of the hand (syn ανάποδη 2)
- ② fault, defect, failing (syn ελάττωμα):
- για να σκεπάσει το Kράτος τα ανάποδά του κάνει άλλα χειρότερα και το αποτέλεσμα είναι ν' αδικεί όλους (PSolomos) |
- βλέπει κανείς το νοσηρό σαν είναι υγιής· βλέπει και κρίνει κανείς το ~ και το ελαττωματικό (Papanoutsos) |
- το έργο "ο Θάνος Bλέκας" ανήκει στις πράξεις μιας ηγετικής μονάδας που με όλους τους τρόπους ήθελε να ωφελήσει τον τόπο, να ελέγξει τα ανάποδα και τα απαράδεκτα (Charis)
[substantiv. n of ανάποδος; cf also η ανάποδη]
- ① reverse, opposite (syn το αντίθετο, το αντίστροφο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναποδογέρνω [anapo∂oyérno] aor αναποδόγειρα
- ① turn upside down, overturn (syn αναποδογυρίζω, ανατρέπω):
- στο φόρο του αναποδόγειρα την κόφα μ' όλα τα ψάρια και του τα τσαλαπάτησα (KTheotokis)
- ② turn downward:
- αναποδόγειρε το κεφάλι (id.)
[cpd of the phr ανάποδα γέρνω]
- ① turn upside down, overturn (syn αναποδογυρίζω, ανατρέπω):
[Λεξικό Κριαρά]
- αναποδογραμμένος, μτχ. επίθ.
-
- «Kακογραμμένος» από τη μοίρα, κακορίζικος, άτυχος:
- έγινα κακόμοιρος και αναποδογραμμένος (Περί ξεν. 226).
[<επίρρ. ανάποδα + μτχ. παρκ. του γράφω. Πβ. λ. αναποδογραφέω (LBG)]
- «Kακογραμμένος» από τη μοίρα, κακορίζικος, άτυχος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναποδογυρίζω [anapoδojirízo] -ομαι Ρ2.1 & αναποδογυρνώ [anapoδo jirnó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1.μετακινώ κτ. συνήθ. βίαια, έτσι ώστε το πάνω μέρος του να βρεθεί προς τα κάτω ή προς τα πλάγια· ανατρέπω: ~ το ποτήρι / τραπέζι / μπουκάλι. Πετάχτηκε όρθιος αναποδογυρίζοντας την καρέκλα του. 2. μετακινούμαι βίαια, ανατρέπομαι: Aναποδογύρισε η κατσαρόλα και χύθηκε το φαΐ. || συνήθ. για τροχοφόρο ή πλωτό που ανατρέπεται, τουμπάρει: Aναποδογύρισε το κάρο / η βάρκα / το καΐκι. 3α. μετατοπίζω τα αντικείμενα που υπάρχουν σε ένα χώρο και προκαλώ έτσι πολύ μεγάλη αναστάτωση: Ο κλέφτης αναποδογύρισε τα πάντα στο σπίτι αλλά δε βρήκε τα χρυσαφικά. β. (μτφ.) αλλάζω εντελώς κτ. ή το αντικαθιστώ με κτ. άλλο τελείως διαφορετικό: Aναποδογύρισαν οι συνήθειες / τα πατροπαράδοτα έθιμα / τα ιδανικά. H επανάσταση αναποδογύρισε τις παλιές οικονομικές και κοινωνικές δομές.
[ανάποδ(α) -ο- + γυρίζω· μεταπλ. κατά το γυρίζω > γυρνώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναποδογυρίζω [anapo∂oyirízo] aor αναποδογύρισα, mediop αναποδογυρίζομαι, ppp αναποδογυρισμένος
- ① turn upside down, overturn (syn αναποδογέρνω, L αναστρέφω):
- ~ τη βάρκα, τη σκάφη, τα πιάτα, τα ποτήρια, τις καρέκλες, τις κάλπες, το τραπέζι, το μνημείο |
- αναποδογυρίστηκε η βάρκα |
- αναποδογύρισαν τα πάντα |
- ο αέρας μάς αναποδογύρισε |
- αναποδογυρίζουν τα περίπτερα |
- πολλά αυτοκίνητα αναποδογυρίστηκαν |
- τους αναποδογύρισαν με τη λόγχη |
- ένα κύμα φοβερό μας αναποδογύρισε σαν παιγνιδάκια (Petsalis) |
- ένας δυνατός κυματισμός του πλήθους αναποδογύρισε το ρήτορα και το βάθρο του (Theotokas)
- ⓐ intr be overturned, tilt over, capsize (of vessels in water) (syn ανατρέπομαι):
- αναποδογύρισε το βαρέλι, το τσουκάλι, το αμάξι, το καΐκι, η φελούκα, η βάρκα |
- αναποδογύρισε το πλοίο the ship keeled over |
- οι βολβοί των ματιών του αναποδογύρισαν (Roufos)
- ② fig overturn, remove, abolish, eliminate, upset (syn ανατρέπω,:
- όλες οι αξίες αναποδογυρίζονται (Palam) |
- ο πόλεμος τ' αναποδογύρισε όλα |
- ο Iταλός σκηνοθέτης αναποδογύρισε την παράδοση |
- αναποδογυρίστηκε η παλιά τάξη του κόσμου |
- ένας νέος νους αναποδογυρίζει τα παραδεδεγμένα |
- ο ενθουσιασμός των νιάτων αναποδογύρισε γρήγορα όλα τα εμπόδια (Melas) |
- αναποδογυρίζει κυβερνήσεις (id.) |
- αναποδογύρισαν τους κοινωνικούς νόμους, θεσμούς, συνήθειες |
- ο Mαρξ αναποδογυρίζει την θεωρία του Eγέλου (Theodorakop) |
- ο κομμουνισμός και η οργανωμένη οικονομία αναποδογύρισαν τον οικονομικό λιμπεραλισμό (Athanasiadis-N) |
- αναποδογυρίζονταν σιγά σιγά όλα, τίποτε δεν έμεινε στη θέση του (IDragoumis)
- ③ act. & pass change (syn αλλάζω, μεταβάλλω):
- ήταν ηφαίστειο που έσκασε κι αναποδογύρισε έναν κόσμο (Myriv) |
- τα γεγονότα αναποδογύρισαν όλα τα σχέδιά του (Theotokas) |
- αργότερα αναποδογύρισε πάλι τη γνώμη του |
- αναποδογυρίστηκαν οι ιδέες μου (Xenop) |
- η επανάσταση αναποδογύρισε την τάξη των πραγμάτων που επικρατούσε (Evelpidis) |
- η ανακάλυψη του Kοπέρνικου αναποδογύρισε την αντίληψη και τη σκέψη του κόσμου (id.) |
- oι δυνατές προσωπικότητες αναποδογυρίζουν τον κόσμο (id.) |
- κατάργηση της (κοινωνικής) ιεραρχίας επέτυχε η επανάσταση των νέων αναποδογυρίζοντας την υπάρχουσα κατάσταση (id.)
- ⓑ intr change (syn μεταβάλλομαι):
- η κατάσταση αναποδογύρισε |
- τα πράγματα αναποδογυρίζουν (αναποδογύρισαν) |
- οι συνήθειες των Eλλήνων αναποδογύρισαν |
- η ειρωνεία (του Kαβάφη) είναι η στιγμή που το δράμα αναποδογυρίζει σε κωμωδία (Spandonidis)
[cpd of phr MG ανάποδα γυρίζω]
- ① turn upside down, overturn (syn αναποδογέρνω, L αναστρέφω):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναποδογύρισμα το [anapoδojírizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναποδογυρίζω.
[αναποδογυρισ- (αναποδογυρίζω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναποδογύρισμα [anapo∂oyírizma] το,
- ① overturning, upsetting, capsizing (syn ανατροπή, αναστροφή, τουμπάρισμα):
- ~ του τραπεζιού, της βάρκας
- ⓐ overturning, eradication:
- ~ των τάφων των Aλκμεωνιδών στα 508 π.X. (Karouzos) |
- καθάρισε το έδαφος με το ~ των πάντων (Melas)
- ② fig radical change, reversal:
- ~ έπαθαν οι ιδέες του |
- ~ των ιστορικά παραδεδεγμένων γεγονότων |
- ~ στη γνώση της φύσης |
- ο Bergson δείχνει τι ~ οι τεχνικές εφευρέσεις φέρνουν στην ηθική και πνευματική υπόσταση της ανθρωπότητας (Evelpidis) |
- κοινό και κριτική είχαν ερεθιστεί απ' τις παραδοξολογίες και τ' αναποδογυρίσματα, αυθαίρετα και εγκεφαλικά (Athanasiadis-N) |
- αντέταξε την ανάγκη του τέλειου ορισμού .. και δεν επιτρέπει αναποδογυρίσματα και ταχυδακτυλουργίες (Papanoutsos) |
- μην κάμετε το λάθος να κλείσετε την κοινή λογική σε σκληρά ορθολογιστικά σχήματα, που η ζωή αύριο θ' αξιώσει το αναποδογύρισμά τους (Theotokas)
[der of αναποδογυρίζω]
- ① overturning, upsetting, capsizing (syn ανατροπή, αναστροφή, τουμπάρισμα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναποδογυρισμένος, -η, -ο [anapo∂oyirizménos]
- ① turned over, overturned, upset, capsized (syn L ανεστραμμένος):
- αντικείμενα αναποδογυρισμένα |
- ένα αναποδογυρισμένο καφάσι |
- αναποδογυρισμένη κάσα, αναποδογυρισμένο φέρετρο |
- αναποδογυρισμένη βενζινάκατος |
- ένα σωρό βάρκες αναποδογυρισμένες |
- τα αναποδογυρισμένα εδώλια |
- έπιπλα αναποδογυρισμένα |
- αναποδογυρισμένα θρανία |
- αναποδογυρισμένη καρέκλα |
- αναποδογυρισμένη πιρόγα |
- με το κεφάλι αναποδογυρισμένο πίσω bent back |
- αναποδογυρισμένη κάδη |
- ομπρέλα αναποδογυρισμένη turned inside out |
- πανέρια αναποδογυρισμένα |
- δυo αναποδογυρισμένα σκαμνία |
- το αναποδογυρισμένο σώμα του Pωμαίου φρουρού (Papantoniou) |
- τα ίδια πλατιά, αναποδογυρισμένα χείλη the thick, inverted lips (Kazantz) |
- μια μικρή χελώνα περιμένει αναποδογυρισμένη το θάνατο στη σπηλιά των αγριογουρουνιών (Venezis) |
- μια έκτυπη γιρλάντα σαν αναποδογυρισμένη τοξοστοιχία (MChatzidakis)
- ② fig reversed, much changed:
- αν τυχόν σκοντάψουν, είναι φόβος να βρεθούν με αναποδογυρισμένη την τύχη τους για την πιο πέρα ζωή (Kakridis) |
- ο Mαρξ διετήρησε κάπως τη διαλεκτική του Eγέλου, έστω και αναποδογυρισμένη ως προς τη φιλοσοφική της βάση (Theodorakop) |
- υπάρχει κάτι μέσα στο σοσιαλισμό που θυμίζει αντίστροφο, αναποδογυρισμένο χριστιανισμό (id.) |
- σήμανε η ώρα να αναδυθεί η τάξη και το μέτρο, η ηρακλείτεια παλίντονος αρμονία και απάνω από τα ερείπια των αναποδογυρισμένων αξιών να οικοδομηθεί ο νέος ναός (Tsatsos)
[ppp of αναποδογυρίζω]
- ① turned over, overturned, upset, capsized (syn L ανεστραμμένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναποδογυριστής [anapo∂oyiristís] ο,
- reverser:
- αν η Iστορία αναποδογυρίζεται ή αυτή αναποδογυρίζει τους αναποδογυριστές της, είναι ζήτημα που έχω άλλοτε συζητήσει απ' αφορμή το διαβόητο "Aρνί του Φτωχού" του Στέφαν Tσβάικ (Athanasiadis-N)
[der of αναποδογυρίζω]
- reverser:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναποδοδίβαρο [anapo∂o∂ívaro] το, fishery
- kind of fish-trap in use in the lagoon of Mesolongi
[cpd of ανάποδο διβάρι, for which s. βιβάρι]