Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάποδη [anápo∂i] η,
- ① the reverse side, the wrong side, the back (of material, clothing, coin etc) (syn η ξανάστροφη, η πίσω όψη, ant η καλή):
- η ~ του πανιού |
- σιδέρωσα το ύφασμα από την ~ |
- φορεί τις κάλτσες από την ~inside out (syn ανάποδα 4) |
- η ~ του νομίσματος |
- έγραψα την απάντησή μου στην ~ του ίδιου χαρτιού |
- κοίταξε το χαρτί από την καλή, από την ~ (Petsalis)
- ⓐ idiom phr από (or απ') την ~ in reverse, e.g. βλέπει τα πράγματα από την ~:
- προκατάληψη από την ~ reverse discrimination |
- πουλάς τα πράγματά σου σε τιμή εξωφρενική από την ~ (i.e. too cheap) |
- ξύπνησε απ' την ~ he got up on the wrong side of the bed |
- αρχίνησε το μακελιό, μα απ' την ~ τώρα! (Petsalis) |
- φτιάνουμε συχνά μια εικόνα του εαυτού μας που οι άλλοι την βλέπουν από την ~ (Chatzinis)
- ⓑ παίρνω κάτι από την ~ misunderstand:
- πήρε το ζήτημα από την ~
- ⓒ phr απ' την καλή κι απ' την ~ backwards and forwards, from every side or aspect:
- τη γνώρισε απ' την καλή κι απ' την ~ |
- του τα είπα κι απ' την καλή κι απ' την ~
- ② η ~ του χεριού the back of the hand (syn το ανάποδο του χεριού):
- σφουγγίζει τα δάκρυα με την ~του χεριού της |
- τίναζε τα κουρέλια που φορούσε με την ~του χεριού (Dipla-Malamou)
- ⓓ meton η ~ a blow w. the back of the hand, backhanded slap, backhander (syn αναποδοχεριά, ξανάστροφη):
- του 'δωσε μιαν ~
[fr ανάποδη όψη (or μεριά) by ellipsis of the noun and substantiv. of the adj; cf parallels]
- ① the reverse side, the wrong side, the back (of material, clothing, coin etc) (syn η ξανάστροφη, η πίσω όψη, ant η καλή):