Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάποδα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
ανάποδα, επίρρ.
  • 1) Mε το πάνω μέρος κάτω:
    • τα φλάμπουρα των Φραγκών τα έσυρνε άνω κάτω ανάποδα (Kώδ. Xρονογρ. 705).
  • 2) Mε το πίσω μέρος εμπρός:
    • ελάμνασιν ανάποδα κι αρχίζου ν’ αρμενίζου (Tζάνε, Kρ. πόλ. 2146).
  • 3) Aντίθετα:
    • ο κύκλος του καιρού … γυρίζει ξανάστροφα κι ανάποδα (Pιμ. Aπολλων. [112]).
  • 4) Aντίθετα απ’ ό,τι περιμένει κανείς:
    • οι ολπίδες τως ανάποδα εβγήκα (Tζάνε, Kρ. πόλ. 51023).

[<επίρρ. ανώποδα (12. αι.) <επίρρ. άνω + ουσ. πόδες. H λ. στο LBG, στο Bλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάποδα1 [anápo∂a] adv
  • ① upside down:
    • κρατείς το βιβλίο ~ |
    • έβαλε το ποτήρι ~ |
    • γύρισα το φλιτζάνι ~ |
    • ο πραίτορας προστάζει να σε κρεμάσουν ~ (Panagiotop)
  • ② backward(s) (syn προς τα πίσω):
    • περπατεί ~ |
    • τους καθίσαν ~ σ' ένα ξέστρωτο γαϊδούρι (Prevelakis)
  • ⓐ naut astern:
    • πλέω ~ go astern |
    • κάνω ~ to back astern (syn κάνω πίσω, L ανακρούω) |
    • κίνηση ~ astern motion
  • ③ in the reverse direction, in reverse, backward(s) (syn αντίστροφα):
    • ο τροχός γυρίζει ~ |
    • το παιδί κάνει το σταυρό του ~ |
    • το παιδί έρχεται ~ (during childbirth) comes feet first, is a breech
  • ⓑ phr μου βγήκε η πίστη (or η ψυχή) ~ I suffered, was tormented, had a lot of trouble (syn βασανίστηκα, ταλαιπωρήθηκα, υπέφερα):
    • μας έβγαλαν την πίστη ~they made us suffer greatly
  • ④ in the reverse way, the wrong way, backward(s) or inside out (syn από την ανάποδη [ανάποδη 1], ανάστροφα):
    • φορείς τα ρούχα, το σακάκι ~ |
    • έβαλε ~ το παντελόνι του, τις κάλτσες |
    • αρχίζω ~put the cart before the horse (Eng idiom)
  • ⓒ phr το παίρνω ~ I take sth amiss, misunderstand (syn το παρεξηγώ):
    • το πήρε ~ και θύμωσε |
    • την πήρανε ~ τη ζωή

[fr MG ανάποδα (Kriaras' Lex; Du Cange), this fr phr ἀνά πόδα (whence also AG ἀναποδίζω); cf πίστομα fr ἐπί στόμα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάποδα2 s. ανάποδο.
[Λεξικό Γεωργακά]
αναποδάω s. αναποδίζω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες