Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάπλαση η [anáplasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναπλάθω: Οικονομική / κοινωνική / πολιτική ~ ενός λαού / μιας χώρας. H ~ ενός υποβαθμισμένου οικιστικού συνόλου. Πνευματική και ηθική ~ της προσωπικότητας. || (ψυχ.): ~ αισθημάτων / παραστάσεων / συναισθημάτων.
[λόγ. < αρχ. ἀνάπλα(σις) `εκ νέου σχηματισμός΄ -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάπλαση [anáplasi] η, pl αναπλάσεις (L)
- ① remolding, reshaping, remodeling, reforming (syn αναμόρφωση, διαμόρφωση):
- ~ παραστάσεων psych |
- ~ της ζωής, του έθνους, της Eκκλησίας, του κόσμου, της παιδείας, ιστορικών γεγονότων, της (ελληνικής) κοινωνίας, των κοινωνικών δυνάμεων, της εθνικής οικονομίας |
- εθνική, κοινωνική, θρησκευτική, λογοτεχνική ~ |
- ~ και ανάταξη της προσωπικότητας |
- η Tέχνη είναι ~, δεν είναι αντιγραφή της ζωής (Thrylos) |
- διατήρηση, ~ και συνέχιση της καλλιτεχνικής παράδοσης (Thedorakis) |
- ο Kαζαντζάκης προετοιμάστηκε να μελετήσει την ~ του ποιήματος (Prevelakis)
- ⓐ anat κορίτσαρος με ζωηρές τις αναπλάσεις του στέρνου (Palaiologos)
- ⓑ surg anaplasty, plastic surgery (syn αναπλαστία)
- ② fig recalling to mind, remembrance, recollection (syn ανάμνηση, L αναπόληση):
- ~ του παρελθόντος, των εικόνων |
- η μάθηση κατά βάθος είναι ~ μιας από πριν οικείας στην ψυχή γνώσης, ανάμνηση (Papanoutsos)
[fr MG ανάπλασις ← PatrG, AG ἀνάπλασις]
- ① remolding, reshaping, remodeling, reforming (syn αναμόρφωση, διαμόρφωση):