Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάπηρος -η -ο [anápiros] Ε5 : (για πρόσ.) α. που χαρακτηρίζεται από αναπηρία: Άνθρωπος σωματικά / διανοητικά ~. Aνάπηρο παιδί. Xτυπήθηκε σε δυστύχημα κι έμεινε ~. || (ως ουσ.) ο ανάπηρος: Kουτσοί, τυφλοί κι άλλοι ανάπηροι. Περίθαλψη αναπήρων. Συντάξεις αναπήρων και θυμάτων πολέμου. β. (μτφ.) για πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από ανικανότητα, αδράνεια, αναποφασιστικότητα κτλ.: Xωρίς τη γυναίκα του ασθάνεται ~. || (ως ουσ.): Έχασαν πάλι εντός έδρας οι ανάπηροι.
[λόγ. < αρχ. ἀνάπηρος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάπηρος1 [anápiros] ο,
- ① disabled man, chronic invalid, cripple (syn σακάτης):
- ο σωματικά ~ |
- οι ανάπηροι πολέμου disabled ex-servicemen, disabled veterans, war cripples |
- νοσοκομείο αναπήρων πολέμου
- ② mentally disabled person:
- είναι ένας διανοητικά ~ |
- οι ψυχικά και πνευματικά ανάπηροι (Panagiotop)
[substantiv. m of ανάπηρος2]
- ① disabled man, chronic invalid, cripple (syn σακάτης):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάπηρος2, -η, -ο [anápiros] (L)
- ① crippled, disabled, invalid, handicapped (syn ακρωτηριασμένος L, σακατεμένος, σακάτης, ant L αρτιμελής):
- σωματικώς (or σωματικά) ~ (physically) disabled, maimed |
- ~ σύζυγος |
- ~ στρατιώτης disabled (ex-) serviceman |
- ανάπηρο σώμα, πόδι |
- ανάπηρο πλάσμα, παιδί |
- έγινε ~ από τα βασανιστήρια |
- τον έκαμαν ανάπηρο they crippled him |
- ανάπηρα παλληκαράκια στα νοσοκομεία |
- μια ανάπηρη αδελφή |
- εταιρία προστασίας αναπήρων παίδων |
- poem γενιά μου ανάπηρη, κοίτα σε μένα | την κατάντια σου σα σε καθρέφτη .. (LPoulios) |
- το σινιάλο μες στη νύχτα σαν τον ανάπηρο κλειδούχο (Patrikios)
- ② fig defective, deficient (near-syn ελαττωματικός, ελλιπής):
- ανάπηρη σκέψη, πρωτοβουλία |
- ανάπηρες γενικεύσεις |
- αισθητικές αρχές ανάπηρες |
- ανάπηρη πνευματική ευφορία |
- άνθρωποι ψυχικά ανάπηροι |
- διανοητικώς (or πνευματικώς) ~ mentally defective or deficient |
- λαός αθεράπευτα ~ πολιτικώς |
- ένα σύμπαν ανάπηρο |
- ένα κράτος οικονομικά ανάπηρο |
- ανάπηρη Δημοκρατία υποκύπτει στην πρώτη κρίση |
- το ανάπηρο σύστημα της διδασκαλίας των αρχαίων κειμένων στα σχολεία μας (Panagiotop) |
- ο πολιτισμός, ακόμη και ~, αποβλέπει .. στη χαλιναγώγηση των ενστίκτων (id.)
[fr kath ανάπηρος ← AG ἀνάπηρος 'maimed, mutilated', cpd of pref ἀνα- & AG πηρός 'id.']
- ① crippled, disabled, invalid, handicapped (syn ακρωτηριασμένος L, σακατεμένος, σακάτης, ant L αρτιμελής):