Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάπαιστος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανάπαιστος ο [anápestos] Ο20α : 1.(νεοελλ. μετρ.) μετρική μονάδα (πόδας) που αποτελείται από δύο άτονες και μία τονισμένη συλλαβή. || αναπαιστικός στίχος. 2. (αρχ. ελλην. μετρ.) μετρική μονάδα με βραχύχρονες τις δύο πρώτες συλλαβές (που μπορούν να αντικατασταθούν από μία μακρόχρονη) και μία μακρόχρονη (που μπορεί να αντικατασταθεί από δύο βραχύχρονες).

[λόγ.: 2: αρχ. ἀνάπαιστος· 1: σημδ. αγγλ.(;) anapest < αρχ. ἀνάπαιστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάπαιστος [anápestos] ο, (L) metrics
  • ① AG the metric foot anapaest
  • ⓐ anapaestic verse (syn αναπαιστικός στίχος)
  • ② ModG the metric foot consisting of two unstressed syllables and one stressed:
    • μας θέλγει συχνά ο λαμπρός καλπασμός των αναπαίστων του (Papandoniou) |
    • poem τα καρέλια τρελά | χορεύουν σαν ανάπαιστοι (Skipis)

[fr AG ἀνάπαιστος, originally meaning 'struck back']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες