Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανάξιος, επίθ.· ανάξος.
-
- 1) Aνάξιος:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [83]), (Διγ. Gr. 3535).
- 2) Aνίκανος, ανεπιτήδειος σε κ.:
- ανάξιος παντάπασιν πολεμείν τα θηρία (Διγ. Gr. 1037).
- 3) Eυτελής, ταπεινός:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1033])·
- δούλος ων ανάξιος τολμήσας εδεήθην (Προδρ. IV 665).
- 4) Aναξιοπρεπής:
- κάμωμα … ντροπιασμένο κι ανάξο (Pοδολ. Δ´ 330).
- 5) Aποτυχημένος, αταίριαστος:
- Eπί των αναξίων γάμων (Eλλην. νόμ. 52622)·
- επαίνους ανάξιους (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [403]).
[αρχ. επίθ. ανάξιος. H λ. και σήμ.]
- 1) Aνάξιος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάξιος -α -ο [anáksios] Ε6 : 1.(με έντονα μειωτική χροιά) που δεν είναι άξιος, ικανός να εκτελέσει σωστά ένα έργο ή μια αποστολή που του έχουν αναθέσει, που έχει αναλάβει: ~ ηγέτης που οδήγησε τη χώρα στην καταστροφή. Aνάξιοι στρατηγοί είχαν αναρριχηθεί στην ηγεσία του στρατού. Στάθηκε ~ να διατηρήσει την πατρική περιουσία. Είναι ανάξια να μεγαλώσει παιδιά. Είναι ~ να εξυπηρετήσει και τον ίδιο τον εαυτό του. (έκφρ.) εγώ ο ~, ως έκφραση άκρας ταπείνωσης. || ~!, ~!, επιφωνηματική έκφραση του εκκλησιάσματος, με την οποία αποδοκιμάζει τον κληρικό που χειροτονείται όποιος δεν τον θεωρεί ηθικά άμεμπτο. ANT άξιος. 2. (με γεν. σε λόγ. σύντ.) α. για πρόσωπο που δεν έχει το ηθικό κύρος ή την ηθική αξία που απαιτεί μια ιδιότητα (κατάσταση ή θέση): Είναι ~ του μεγάλου ονόματος που κληρονόμησε. Φάνηκε ~ της εμπιστοσύνης / της φιλίας μου. β. για κτ. που θεωρείται ασήμαντο ή τιποτένιο και ηθικά ευτελές: Προβλήματα ανάξια προσοχής / συζητήσεως. Οι συκοφαντίες του / οι ισχυρισμοί του είναι ανάξιες / ανάξιοι απαντήσεως. || (έκφρ.) ~ λόγου, για κπ. ή για κτ. που θεωρείται εντελώς ασήμαντος: Άνθρωπος ~ λόγου. Γεγονός ανάξιο λόγου.
ανάξια ΕΠIΡΡ. [1: αρχ. ἀνάξιος· 2: λόγ. < αρχ. ἀνάξιος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάξιος1 [anáksios] ο,
- worthless person, scamp, rascal (syn D μηδενικό):
- η φανταχτερή προβολή δεν έχει σώσει τους ανάξιους (Panagiotop) |
- poem θέριζε αλάθευτα μακριάθε, άξιους, ανάξιους, όλους αρμάτους και ξαρμάτους, κιοτήδες και ηρακλήδες (Palam)
[substantiv. m of ανάξιος2]
- worthless person, scamp, rascal (syn D μηδενικό):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάξιος2, -α, -ο [anáksios]
- ① unworthy, unfit, incapable, incompetent (syn ανεπιτήδειος, ανίκανος, ant άξιος):
- ανάξιοι αρχηγοί |
- ανάξια ηγεσία |
- είχε αδυναμία στον ανάξιο αδελφό του |
- ~ απόγονος |
- μεταρρυθμιστές που προτείνουν διαρκώς νέες και τολμηρές μεταρρυθμίσεις δεν είναι ανάξιοι (Stasinop) |
- οι χωριανοί τον έλεγαν αχαΐρευτο και ανάξιο (Nenedakis) |
- φαίνεται ~ και που αφήνει να τρώνε το μερίδιό του οι πιο καπάτσοι (Venezis)
- ② unworthy, worthless (syn τιποτένιος):
- prov τον άνδρα τον ανάξιον μην τον επαινείς για τον πλούτο του (Vrettakos) |
- η καρδιά του πολεμιστή .. έτρεμε όταν συλλογιζόταν την ανάξια γυναίκα που μπλέχτηκε στα δίχτυα της (Kazantz) |
- poem .. Mα εσύ κιοτής κι ~! | κι ουδέ στη μάχη ουδέ στη σύναξη ποτέ σε λογαριάζουν (Homer Il 2.201 Kaz-Kakr)
- ⓐ unimportant, trivial (syn ασήμαντος, τιποτένιος):
- ανάξιοι καβγάδες, ανάξια πράγματα |
- φροντίδες του σπιτιού ανάξιες και ταπεινωτικές |
- έργα που .. τα βλέπουμε κακά και τα κρίνουμε ανάξια να τα προσέξουμε (Palam) |
- η τεχνοτροπία κάθε εποχής έχει .. πολλά ανάξια έργα να επιδείξει (Tsatsos) |
- η αρετή ως ανεξάρτητο αγαθό είναι για τον Eπίκουρο κάτι ανάξιο (Theodorakop)
- ③ not worthy (of), not meriting (ant άξιος, αντάξιος) undeserving:
- παιδί ανάξιο του πατέρα του |
- άνθρωπος ~ σεβασμού, υποστηρίξεως, εμπιστοσύνης |
- βιβλίο ανάξιο προσοχής |
- ~ δούλος του Θεού |
- διαγωγή ανάξια δικηγόρου, κληρικού, επιστήμονα |
- ~ να δημοσιευθεί not meriting publication, unpublishable |
- είμαι ~ για τέτοια αποστολή που μου αναθέτεις (Palam) |
- αναχρονισμός ~ μιας χώρας συγχρονισμένης (Geros) |
- η ανισότητα στην απόκτηση της παιδείας είναι ανάξια του ανθρώπου (Papanoutsos)
- ⓑ phr ~ λόγου not worth mentioning:
- ανάξια λόγου παραμύθια |
- ανάξια λόγου λεπτομέρεια
- ⓒ phr ~!, exclamation voiced by s.o. during the ordination of a cleric or inauguration of an elected official (ant άξιος!)
- ⓓ law phr ~ κληρονόμος a heir barred from inheritance because of crime against the testator or a fraudulent will
[fr LMG (Somavera) ανάξιος ← MG ανάξιος ← K (NT; pap, 1st-7th c.), AG ἀνάξιος]
- ① unworthy, unfit, incapable, incompetent (syn ανεπιτήδειος, ανίκανος, ant άξιος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναξιοσύνη η [anaksiosíni] Ο30α : (λαϊκότρ.) η ιδιότητα του ανάξιου· αναξιότητα.
[ανάξι(ος) -οσύνη]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναξιοσύνη [anaksiosíni] η, (L)
- incompetence, incapability (syn αναξιότητα, ανικανότητα):
- ο λόγος .. μπορούσε ν' αφορά την ~ του στη δουλειά (Myriv) |
- πρέπει να νοιώσω τη σημασία των ημερών που φεύγουν .. βέβαια με τη δική μου αξιοσύνη ή ~ .. γιατί να περνούν έτσι μάταιες οι μέρες; (IDragoumis, adapted)
[fr LMG αναξιωσύνη (Portius, 1635), der of ανάξιος; cf LMG (Somavera) αξιοσύνη]
- incompetence, incapability (syn αναξιότητα, ανικανότητα):