Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάξιο
38 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανάξιο [anáksiο] το,
  • ① unworthiness (syn αναξιότητα):
    • (ο Hρώδης κάνει ερωτήσεις) όμως ο Iησούς, γνωρίζοντας το ~ του ανθρώπου .. απαξιοί να απαντήσει (Stasinop)
  • ② pl unimportant, trivial matters:
    • μέσα σε όλα τα μάταια και τα ανάξια, ξεχωρίζει .. η ηθική επιταγή (Tsatsos)

[substantiv. n of ανάξιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναξιοκρατία η [anaksiokratía] Ο25 : έλλειψη αξιοκρατικών κριτηρίων στην επιλογή ατόμων για μια θέση, ιδιαίτερα στο δημόσιο· (πρβ. ευνοιοκρατία): H ~ θεωρείται ένας από τους βασικότερους λόγους της αναποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα.

[λόγ. αν- (δες α- 1) αξιοκρατία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναξιοκρατία [anaksiokratía] η, (L)
  • governance by worthless individuals, rule by the worthless:
    • μετάγγιση της κομματικής φαυλότητας, της διοικητικής αποσυνθέσεως του φατριασμού, της αναξιοκρατίας (Palaiologos)

[cpd of ανάξιος w. -κρατία as 2nd component as in K πονηροκρατία, LK λαοκρατία, ἰκανοκρατία etc]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναξιολόγητος, -η, -ο [anaksiolóyitos] (L)
  • unconsidered, unevaluated:
    • δεν μένει τίποτε αναξιολόγητο και ακαταξίωτο από τον άνθρωπο (Theodorakop)

[cpd of pref αν- & αξιολογητός (: αξιολογώ)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναξιόλογο [anaksióloγo] το,
  • unimportant matter:
    • γελούμε .. όταν το ασήμαντο και ~ παίρνει την επίφαση του σπουδαίου (Papanoutsos)

[substantiv. n of αναξιόλογος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναξιόλογος -η -ο [anaksióloγos] Ε5 : που δεν είναι αξιόλογος, που είναι ασήμαντος.

[λόγ. < ελνστ. ἀναξιόλογος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναξιόλογος, -η, -ο [anaksióloγos] (L)
  • insignificant, unimportant (ant αξιόλογος):
    • σκόπιμη απάτη που ολοκληρώνει τον αναξιόλογο χαρακτήρα του έργου (Andronikos)

[fr MG αναξιόλογος ← K, AG ἀναξιόλογος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναξιοπάθεια η [anaksiopáθia] Ο27 : η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο αναξιοπαθής.

[λόγ. < αρχ. ἀναξιοπάθεια `αγανάκτηση για κακή μεταχείριση΄ σημδ. γαλλ. souffrance imméritée]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναξιοπαθής -ής -ές [anaksiopaθís] Ε10 : που δυστυχεί, που υποφέρει κυρίως από ανέχεια, χωρίς να το αξίζει, χωρίς να είναι υπεύθυνος για την κατάστασή του: Mέριμνα για τους αναξιοπαθείς πολίτες. ~ λαός / χώρα. || (ως ουσ.) ο αναξιοπαθής.

[λόγ. αναξιο(πάθεια) -παθής]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναξιοπαθής, -ής, -ές [anaksiοpaθís] (L)
  • suffering undeservedly, unmeritedly (syn αναξιοπαθών):
    • αδελφότητες .. οι οποίες αποβλέπουν κυρίως στην ηθική και οικονομική ενίσχυση αναξιοπαθών μελών (Vacalop)

[cpd of ανάξια & -παθής, 2nd component of adjs in -παθής; cf K αἰσχροπαθής, MG μεγαλοπαθής etc]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες