Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αναξία η.
-
- Aναξιότητα:
- (Bίος αγ. Nικ. 97).
[<επίθ. ανάξιος κατά το άξιος - αξία η]
- Aναξιότητα:
[Λεξικό Κριαρά]
- ανάξια, επίρρ.
-
- Xωρίς αξία:
- ανάξια την χειροτονιάν ευρίσκεται ντυμένος (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [547]).
[<επίθ. ανάξιος. H λ. και σήμ.]
- Xωρίς αξία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάξια [anáksia] adv
- ① worthlessly, poorly (ant επάξια):
- εκείνη ανταποκρίθηκε τόσο χλιαρά, τόσο ~ στον έρωτά του (KParaschos) |
- τούτα τα επιτύμβια έργα αντιπροσωπεύουν πολύ ~ την τέχνη της εποχής τους (Karouzos) |
- poem αλήθεια ~ οι βασιλιάδες μας δε ρηγαδεύουν, όχι | μες στη Λυκία .. | τι έχουν αντρειά περίσσια (Homer Il 12.318 Kaz-Kakr) |
- το έρεβος εσκέπασε βαρύ | τους στιχουργούς που ~ στιχουργούσε (Karyotakis)
- ⓐ unworthily, contemptibly, basely (syn αναξιοπρεπώς):
- δεν θέλω να συνθηκολογήσω ~ |
- άνανδρα και ~ δεν είχες το θάρρος να μου στείλεις το φοβερό .. γράμμα (Palam) |
- poem .. (οι Tυρρηνοί) ~ μεθυσμένοι, | τρελοί πηδάνε μες στο πέλαο σα δελφίνια (Sikel)
- ② unworthily, undeservingly, undeservedly (ant αντάξια):
- άνθρωπος ~ φτασμένος |
- ~ προβιβάστηκε |
- το σημερινό χωριό δεν κρατεί ~ το ιστορικό του όνομα, είναι γεμάτο χαρακτήρα (Ouranis)
[fr LMG (Somavera) ανάξια; der of MG ανάξιος]
- ① worthlessly, poorly (ant επάξια):