Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάνηψη η [anánipsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανανήφω. 1. (ιατρ.) αποκατάσταση των ανώτερων εγκεφαλικών λειτουργιών ύστερα από νάρκωση ή κώμα: Aίθουσα ανανήψεως, όπου παραμένει ο ασθενής ώσπου να συνέλθει. || (προφ.) αίθουσα ανανήψεως: Tον έβαλαν στην ~. 2. (λόγ.) επάνοδος στην ορθή ιδεολογία ή πίστη.
[λόγ. < ελνστ. ἀνάνηψις `ξύπνημα΄ (-σις > -ση)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάνηψη [anánipsi] η, (& kath ανάνηψις) gen ανάνηψης (& kath ανανήψεως)
- ① coming round, recovering, recovery:
- αίθουσα or θάλαμος ανανήψεως recovery room |
- για να σκιστεί το νέφος που σκεπάζει την ψυχή του, χρειάζεται ~ της αντρίκειας .. συνείδησης (Chourmouzios)
- ② reanimation:
- το κήρυγμα ενός ηγέτη .. για εγκαρδίωση και ~ |
- στις φραγκοκρατούμενες χώρες παρατηρείται ~ και ανασύνταξη του ελληνικού στοιχείου (Vacalop)
[fr kath ανάνηψις ← MG ανάνηψις, der of ανανήφω]
- ① coming round, recovering, recovery: