Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάμπαιγμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανάμπαιγμα [anámbeγma] το, region. & lit
  • ① ridicule, mockery (syn in αναγέλασμα 1):
    • είπε τα τελευταία λόγια του με τέτοιο ~ που ανατρίχιασα (Karkavitsas) |
    • η φωνάρα του ακούστηκε βαριά .. σαν ~ που έστελνε το άσπλαχνο το πέλαγο (id.) |
    • τον κυνηγούσαν μ' αχλαλοή, .. μ' αναγελάσματα κι αναμπαίγματα (Petimezas-L) |
    • poem προχωρήστε όλοι εμπρός με καρδιά | σε ανθοστόλιστες μέσα αγκαλιές λιβαδιών | .. μ' αναμπαίγματα, αστεία και πειράγματα (Stavrou Ar)
  • ② object of laughter, ridiculous person, laughingstock (syn in αναγέλασμα 2):
    • θα καταντήσει ~ στους σφουγγαράδες (Karkavitsas) |
    • poem .. τρέχοντας μια δω μια κει κρατήστε | στο καστροπόρτι ομπρός το ασκέρι μας, στων γυναικών τα χέρια | πριν πέσουν φεύγοντας κι αναμπαίγματα γενούνε των οχτρών μας (Homer Il 6.82 Kaz-Kakr)

[fr MG ανάμπαιγμα, this fr ανέμπαιγμα by anal. of MG αναμπαίζω by assimil fr ανεμπαίζω; s. αναμπαίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες