Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάμνηση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανάμνηση η [anámnisi] Ο33 : 1α.επαναφορά στη μνήμη προσωπικών βιωμάτων ορισμένης χρονικής στιγμής του παρελθόντος: H ~ είναι μια σύνθετη ψυχική λειτουργία. β. τα βιώματα που επανέρχονται στη μνήμη: Έχω πολύ καλές / κακές αναμνήσεις από τη μαθητική μου ζωή. Οι αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία είναι αμυδρές / ζωηρές. Tο ταξίδι μας / η παρουσία του μας άφησε πολύ καλές αναμνήσεις. Έχω πολλές αναμνήσεις από αυτή την πόλη. Οι ηλικιωμένοι ζουν με τις αναμνήσεις τους. || σε επιρρηματική χρήση στην έκφραση σε / σαν ~: Οι εθνικές γιορτές τελούνται σε ~ μεγάλων ιστορικών γεγονότων, για να διατηρηθούν στη μνήμη. Kράτησα το πρόγραμμα της σχολικής γιορτής σαν ~ της αποφοίτησής μου, σαν ενθύμιο. 2. (πληθ.) γραπτή αφήγηση προσωπικών βιωμάτων· (πρβ. απομνημονεύματα): Aναμνήσεις από την παλιά Aθήνα / από την Aλεξάνδρεια.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀνάμνη(σις) `ανάκληση στη μνήμη΄ -ση & σημδ. γαλλ. mémoire· 2: σημδ. γαλλ. mémoires (πληθ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάμνηση [anámnisi] η, (& L ανάμνησις) gen ανάμνησης & αναμνήσεως, pl αναμνήσεις (& D ανάμνησες)
  • ① recalling (to mind events of the past), remembrance (syn αναπόληση, ενθύμηση, ant λησμονιά, λήθη):
    • ~ μιας προηγούμενης ζωής |
    • η πλατωνική θεωρία της αναμνήσεως |
    • η ~ μιας προηγούμενης δυστυχίας φέρνει μια καινούργια (Vrettakos) |
    • ο άνθρωπος δεν υψώνετ' επάνω από το κτήνος .. παρά με τους βαθείς ορίζοντες που μας ανοίγει η ~ (Palam)
  • ② memory (syn μνήμη):
    • η απλότητα, η αφέλεια .. της εμφάνισής της θα μείνει βαθιά χαραγμένη στην ανάμνησή μου (Melas) |
    • poem να ξέρετε με πόση νοσταλγία |..| σας ξαναφέρω στην ανάμνησή μου (Ouranis)
  • ③ usu pl αναμνήσεις things remembered, memories:
    • παιδικές αναμνήσεις childhood memories (syn αναμνήσεις της παιδικής ζωής) |
    • ~ της ιδιωτικής ζωής |
    • αναμνήσεις από το χωριό |
    • μια ~ πέρασε από το μυαλό του a memory flitted across his mind |
    • ~ των παλιών καλών καιρών |
    • ~ του αρχαίου κάσμου |
    • η ~ ενός 'χαμένου παραδείσου' |
    • τίποτα δε θα σβήσει την ανάμνησή του |
    • παλιές αναμνήσεις |
    • λαϊκές αναμνήσεις για παλιά ελληνικά κάστρα |
    • θρησκεία γεμάτη αναμνήσεις από την αρχαία ελληνική μυθολογία |
    • η λαμπρότητα, η δύναμη και ο παλμός της Bενετίας δεν είναι παρά μια ~ (Thrylos) |
    • επαρχιώτικη ζωή, .. με λιγοστές εντυπώσεις και με πολλές αναμνήσεις (Xenop) |
    • τις δύο αυτές μέρες τον παίδεψαν για πρώτη φορά οι αναμνήσεις (RKatselli) |
    • στην καρδιά μου μέσα ανάμνησες παλιές, κύματα κι ανηφόρια μου ταράξανε την ψυχή (Psichari)
  • ⓐ pl αναμνήσεις autobiographical account often anecdotal or intimate, memoirs (syn απομνημονεύματα):
    • βιβλίο αναμνήσεων
  • ④ phr γι' ~ for a keepsake, as a reminder (syn για ενθύμιο):
    • φωτογραφηθήκαμε μαζί του γι' ~ (Xenop) |
    • κράτησε τον τρύπιο μανδύα σ' όλη του τη ζωή γι' ~ (Lambridi)
  • ⓑ εις ανάμνησιν (L) in commemoration:
    • ~ της νίκης in c. of the victory

[fr kath ανάμνησις ← MG, LMG (Somavera) ανάμνησις ← PatrG, K (NT) ἀνάμνησις ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες