Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάμιξη [anámiksi] η, (sp. also ανάμειξη) gen αναμίξεως, pl αναμίξεις, (L)
- ① mixing (of dissimilar objects, people, ideas etc), admixture, confusion, disorder (syn ανακάτεμα 2, ανακάτωμα 2, συμφυρμός):
- η ~ των χρωμάτων στο ζωγραφικό έργο |
- χαλκός χωρίς ~ άλλων μετάλλων |
- ~ των κοινωνικών τάξεων the mixing of the social classes |
- πολιτιστικές αναμίξεις |
- ~ λογοτεχνικών και αισθητικών κατηγοριών |
- ~ παλαιών και νέων στοιχείων |
- στοιχειακή ~ του ανθρώπου και της φύσης |
- ~ ειδωλολατρείας και χριστιανικών αρχών
- ⓐ mixing of different races in procreating children:
- αναμίξεις πληθυσμών |
- η ~ των Eλλήνων με τους Pωμαίους |
- η ποικιλία των κατακτημένων λαών, η υποταγή τους σε μια εξουσία, .. οδηγεί σιγά-σιγά σε μια ~ και μια κράση (MStasinop)
- ② participating or associating with, involvement (syn ανακάτεμα 4, ανακάτωμα 5, συμμετοχή):
- δεν είχα καμιά ~ σ' αυτό |
- δεν έχω ~ στην επιχείρηση be unconcerned w. the business |
- έχω ~ στα κοινά, στην πολιτική |
- η ~ της χώρας στον πόλεμο |
- ο Π. δεν έχει ~ στο εμπορικό μέρος της δουλειάς (Terzakis)
- ③ interference, meddling (syn παρέμβαση, επέμβαση):
- ~ σε μια υπόθεση intervention in an affair |
- η ~ του κράτους στην ιδιωτική ζωή των πολιτών |
- η ~ της Iσπανίας στις πολιτικές περιπλοκές της Eυρώπης |
- ο Δάντης .. είχε κηρυχθεί αντίθετος με κάθε ~ του Πάπα στα πράγματα της Φλωρεντίας (Kanellop) |
- η ~ ισχυρών Eλλήνων της Πόλης .. στα εσωτερικά της Eκκλησίας (Vacalop)
[fr kath ανάμιξις ← MG, PatrG ← AG ἀνάμιξις]
- ① mixing (of dissimilar objects, people, ideas etc), admixture, confusion, disorder (syn ανακάτεμα 2, ανακάτωμα 2, συμφυρμός):