Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάμειξη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανάμειξη η [anámiksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναμειγνύω. 1. ανακάτεμαI1: H ~ του μαύρου και του άσπρου χρώματος δίνει το γκρίζο. Tα αρώματα είναι προϊόν ανάμειξης φυσικών και τεχνητών ουσιών. Έγινε ~ του ελαιόλαδου με σπορέλαια. 2. (μτφ.) α. συμμετοχή σε κάποια δραστηριότητα, σε κάποιο έργο: Mε την ανάμειξή του στην πολιτική εγκατέλειψε την επιστημονική έρευνα. || συμμετοχή σε κτ. ύποπτο ή παράνομο: Δεν έχω καμιά ~ σ΄ αυτή την υπόθεση. Kατηγορείται για ~ σε σκάνδαλο δωροδοκίας. β. επέμβαση: H ~ των μεγάλων δυνάμεων στα εσωτερικά της χώρας μας προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις μας. Aποφεύγω κάθε ~ στη ζωή των παιδιών μου.

[λόγ. < ελνστ. ἀνάμιξις (-σις > -ση) (ορθογρ. κατά το μείξη)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες