Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάλωση η [análosi] Ο33 : (λόγ.) 1. κατανάλωση: H ~ των ευπαθών προϊόντων επιτρέπεται μικρό μόνο διάστημα μετά την παραγωγή τους. 2. η ενέργεια του αναλώνω, η εξάντληση των σωματικών και ψυχικών δυνάμεων ενός ατόμου, για την επιτυχία κάποιου σκοπού.
[λόγ. < αρχ. ἀνά λω(σις) `ξόδεμα΄ -ση & σημδ. γαλλ. consommation, αγγλ. consumption]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάλωση [análosi] η, gen αναλώσεως, pl αναλώσεις (L)
- consumption, spending, expense (syn D ξόδεμα, ant αποταμίευση):
- ~ των υπαρχόντων |
- ~ χρόνου |
- ~ εσωτερικών, ψυχοσωματικών δυνάμεων |
- ~ ψυχικού και πνευματικού αποταμιεύματος |
- ο ηλεκτρονικός εγκέφαλος επιλύει προβλήματα, που θ' απαιτούσαν ~ ζωής πολλών ανθρώπων |
- η φύση είναι σπάταλη, και για ολίγο αποτέλεσμα απαιτεί τεράστιες αναλώσεις (Dimaras) |
- ήταν οι καιροί .. όπου η ποίηση ήταν κατά το μέγιστο μέρος της, ευχάριστη ~ "ωρών σχολής" (Panagiotop) |
- με την ~ και το θάνατο ανανεώνεται η δημιουργία (Papanoutsos)
[fr MG ανάλωση ← K, PatrG ἀνάλωσις ← AG ἀνάλωσις]
- consumption, spending, expense (syn D ξόδεμα, ant αποταμίευση):