Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάλογο [análoγo] το,
- share, quota (syn μερίδιο):
- πήρα το ανάλογό μου από την περιουσία |
- θα πληρώσω το ανάλογό μου
- ① counterpart, parallel, similarity (syn αναλογία 3):
- τα ιστορικά ανάλογα δεν είναι ποτέ απόδειξη |
- στα ευρωπαϊκά έθιμα έχομε ένα σημαντικό ~ με τους δικούς μας καλικαντζάρους
[fr PatrG τe ἀνάλογον, this substantiv. n of ανάλογος for ἀνάλογον ποσόν]
- share, quota (syn μερίδιο):
[Λεξικό Κριαρά]
- ανάλογος, επίθ.
-
- 1) Που αναλογεί, ταιριάζει, συμφωνεί με κ.:
- (Λίβ. P 408)·
- έκφρ. κατά το ανάλογον = όπως πρέπει, όπως ταιριάζει:
- (Δούκ. 4058).
- 2) Που έχει κανονικές αναλογίες, συμμετρικός:
- το όλον του προσώπου της ανάλογον να κείται (Λίβ. Sc. 1297).
- Tο ουδ. ως ουσ. = μερίδιο που αναλογεί σε κάπ.:
- να μη δώσουν το ανάλογόν τους (Συναδ. φ. 41v).
[αρχ. επίθ. ανάλογος. H λ. και σήμ.]
- 1) Που αναλογεί, ταιριάζει, συμφωνεί με κ.:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάλογος -η -ο [análoγos] Ε5 : 1α.που βρίσκεται σε αναλογίαI1 με κτ. άλλο: Tο ύψος του ισοσκελούς τριγώνου είναι ανάλογο προς τη βάση του. Οι δαπάνες του δεν είναι ανάλογες με τα έσοδά του. ANT δυσανάλογος. H απόδοσή του είναι ανάλογη με τη μελέτη του / με τις δυνατότητές του. || (μαθημ.): Ποσά ανάλογα, στα οποία όταν αυξάνεται ή μειώνεται το ένα, αυξάνεται ή μειώνεται αντίστοιχα και το άλλο. β. που ταιριάζει σε κτ., που είναι σύμφωνο με κτ.: Σε μια επίσημη εκδήλωση χρειάζεται και το ανάλογο ντύσιμο. Ένας διευθυντής πρέπει να διαθέτει τα ανάλογα προσόντα, σχετικά. 2. που έχει κάποια αναλογία με κτ. ή με κπ. άλλο, που παρουσιάζει κάποια ομοιότητα με κτ. ή με κπ.· σχετικός1β: Tι θα κάνεις αν βρεθείς σε μια ανάλογη με τη δική μου κατάσταση; Δε βρήκα τη δουλειά που θα ήθελα, αλλά κάτι ανάλογο / κάποια ανάλογη. || (γραμμ.) σχήμα εξ αναλόγου, όταν μία ή περισσότερες λέξεις ή μία πρόταση ολόκληρη που παραλείπεται, εννοείται από τα προηγούμενα, όχι όπως είναι εκεί αλλά κάπως αλλαγμένη, π.χ. «δεν έφυγα, όπως είχα σκοπό» (εννοείται, να φύγω). 3. (ως ουσ.) το ανάλογο: α. μερίδιο σε διανομή ή σε συλλογική δραστηριότητα: Πήρε το ανάλογό του από τα κέρδη της επιχείρησης. β. παρόμοιο, αντίστοιχο: Γεγονός πρωτοφανές, που δεν έχει το ανάλογό του.
ανάλογα & (λόγ.) αναλόγως ΕΠIΡΡ: Οι ιδιοκτήτες πληρώνουν φόρο ~ με το εμβαδόν του ακινήτου. Nτύθηκε ~ με την περίσταση. Mε πίκρανε και θα του φερθώ ~. Aναλόγως, καλά πήγα στις εξετάσεις. [λόγ. < αρχ. ἀνάλογος & σημδ. γαλλ. analogue < αρχ. ἀνάλογος & σημδ. γαλλ. portion, proportionnel· λόγ. < αρχ. ἀναλόγως]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάλογος, -η, -ο [análoγos]
- proportionate, proportional, analogous (syn σύμμετρος, ant δυσανάλογος):
- ανταμοιβή ανάλογη με τη δουλειά |
- ανάλογη αύξηση των ποσοστών |
- οι απαιτήσεις του σχολείου πρέπει να είναι ανάλογες με τη δυναμικότητα του κάθε παιδιού |
- χρειάζεται να ενισχυθούν οι ελληνικές δυνάμεις των βουλγαρικών συνόρων με εννιά αγγλικές μεραρχίες, μαζί με την ανάλογη αεροπορία (Terzakis) |
- λόγια φανταχτερά που δεν παρακολουθούνται από ανάλογους ψυχικούς σεισμούς (Tsatsos)
- ⓐ equal (to), commensurate (with), equivalent (to) (near-syn αντάξιος, ισάξιος, ισοδύναμος):
- έχει μεγάλες ικανότητες και ανάλογα ελαττώματα |
- η επιτυχία του δεν ήταν ανάλογη με τις προσπάθειές του his success was not commensurate w. his efforts |
- σ' όλη τη χώρα έγιναν ανάλογες εκδηλώσεις |
- η έκπληξή μας ήταν ανάλογη με τη δική του |
- η κεραμική εξελίσσεται στις Kυκλάδες και στην Kρήτη κατά ανάλογο τρόπο (NPlaton) |
- κάθε ιδέα .. είναι ανάγκη να εκφραστεί με ανάλογα υλικά μέσα για να γίνει μεταβιβάσιμη (KPolitis)
- ⓑ math proportional:
- ανάλογα ποσά proportional quantities |
- ανάλογα μέρη proportional parts
- ⓒ statist phr ανάλογα δείγματα quota samples
- ⓓ semiology:
- phr ανάλογo σημείο analogous sign (syn φυσικό σημείο, αιτιώδες σημείο, συνεχές σημείο)
[fr PM (Somavera), MG ← K (pap), PatrG ἀνάλογος ← AG]
- proportionate, proportional, analogous (syn σύμμετρος, ant δυσανάλογος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναλογούν [analoγún] το, s. ανάλογο 1
[fr kath το αναλογούν ← MG το αναλογούν, substantiv. n fr αναλογούν ποσόν (this latter still in kath use)]