Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανάλογα, επίρρ.
-
- Kανονικά, αρμονικά, όσο πρέπει:
- Ήτον η κόρη στο κορμί ανάλογα μεγάλη (Θησ. IB´ [531]).
[<επίθ. ανάλογος. H λ. και σήμ.]
- Kανονικά, αρμονικά, όσο πρέπει:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάλογα [análoγa] adv
- ① in proportion (to), proportionately (syn κατ' αναλογίαν[ν] προς):
- τιμή ~ με το μέγεθος |
- εργάζονται ~ με τις δυνάμεις τους |
- ζω ~ με τα εισοδήματά μου live within one's income |
- εκπαίδευση ~ με τις ικανότητες καθενός |
- ο χρόνος θα τον κρίνει ~ με την αξία του |
- διαιρούσαν την ιστορία .. ~ με το υλικό που μεταχειρίζονταν για εργαλεία και όπλα (Evelpidis)
- ⓐ correspondingly (syn αντίστοιχα):
- το έργο πέτυχε εμπορικά, αλλά η επίσημη κριτική δε συγκινήθηκε ~ |
- η διεθνής μορφή του (Nόμπελ) το διαχωρίζει από τα περισσότερα άλλα βραβεία .. και το ενδιαφέρον επομένως που παρουσιάζουν είναι ~ μειωμένο (Papatsonis)
- ⓑ accordingly, according (to) (syn σύμφωνα με):
- ο μισθός λογαριάζεται ~ με την αξία της δουλειάς |
- οι επισκέπτες μπορούν να εξυπηρετηθούν ~ με τις προτιμήσεις τους |
- οι διαστάσεις αυτές μπορούν να μεγαλώσουν ή να μικρύνουν ~ με τον αριθμό, την ηλικία και το φύλο των παιχτών (Tsiandas)
[fr MG ανάλογα; der of ανάλογος; cf αναλόγως]
- ① in proportion (to), proportionately (syn κατ' αναλογίαν[ν] προς):