Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανάλλαγος, επίθ.
-
- Που δεν άλλαξε ρούχα:
- (Συναδ. φ. 165v).
[<στερ. αν‑ + ουσ. αλλαγή. H λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- Που δεν άλλαξε ρούχα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάλλαγος -η -ο [análaγos] Ε5 : (οικ.) ΣYN ανάλλαχτος. 1. που δεν άλλαξε ή που δεν του άλλαξαν τα ρούχα, συνήθ. τα εσώρουχα, με άλλα καθαρά: Είναι πέντε μέρες άπλυτος κι ~. Tο μωρό έμεινε ανάλλαγο και κλαίει. 2. ανάλλαχτος1.
ανάλλαγα ΕΠIΡΡ στη σημ. 2. [αν- (δες α- 1) αλλαγ(ή) -ος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάλλαγος, -η, -ο [análaγos] (& ανάλλαχτος & L ανάλλακτος)
- ① unchanged, unvaried, immutable, steady (syn αναλλοίωτος, απαράλλαχτος, αμετάβλητος):
- ανάλλαγη μουσική, αξεχώριστη |
- ο ανάλλαχτος ρυθμός μιας μοναχικής ζωής στην εξοχή |
- οι μέρες περνούνε ίδιες κι ανάλλαγες |
- ανάλλαγη στερεότυπη συζήτηση |
- (όψη) τραχιά κι ανάλλαγη, σα να 'τανε από πέτρα (Bastias) |
- η τέχνη .. είναι μια, ανάλλαχτη κι αμεταμόρφωτη· αιώνια η ουσία της (Palam)
- ② not having changed clothes:
- άπλυτη, αχτένιστη, ανάλλαχτη, ξεσκούφωτη, μ' ένα βρώμικο, κουρελιασμένο φουστάνι (Xenop) |
- η Παναγιά στα ζερβά του, με το ανάλλαχτο εκείνο φόρεμά της το κόκκινο (Vrettakos)
[fr LMG (Somavera); cf MG μεσάλλαγον (10th c.); ανάλλακτος & -χτος fr ἀνάλλακτος (Clemes Alex., ca 217), cpd of pref ἀν- & K ἀλλακτός (1st c. BC)]
- ① unchanged, unvaried, immutable, steady (syn αναλλοίωτος, απαράλλαχτος, αμετάβλητος):