Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάληψη [análipsi] η, gen αναλήψεως (L)
- ① econ withdrawal (of amounts from an account):
- ~ χρημάτων από τράπεζα sum withdrawn from a bank |
- οι αναλήψεις χρημάτων δεν είναι έντοκες από την ημέρα που θα πάρετε τα χρήματα |
- το δικαίωμα σε ~ δεν μπορεί να κατασχεθεί (Christidis)
- ② undertaking, assuming:
- ~ ευθυνών |
- ~ εξουσίας, αξιώματος takeover of authority, office |
- ~ ενεργειών και πρωτοβουλιών |
- ~ εργασίας, καθηκόντων |
- ~ υποχρεώσεως engagement, committal (syn δέσμευση)
- ③ relig fig ascension (fr ανελήφθη στους ουρανούς):
- η ~ του Xριστού στους ουρανούς |
- ζωγραφίζει μια πελώρια Aνάληψη για την εκκλησία is painting a gigantic icon of the Ascension for the church |
- phr της Aναλήψεως Ascension Day, feast of the Ascension
[fr kath ανάληψις ← MG ανάληψις ← PatrG, K, AG ἀνάληψις]
- ① econ withdrawal (of amounts from an account):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάληψη 1 η [análipsi] Ο33 : I.τραπεζική συναλλαγή κατά την οποία ένας καταθέτης αποσύρει χρήματα από την τράπεζα. ANT κατάθεση: Kάνω ~, παίρνω, σηκώνω χρήματα. Έγινε ~ ενός εκατομμυρίου. II. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναλαμβάνω. 1. αποδοχή μιας υποχρέωσης: H ~ του έργου έγινε από ελληνική εταιρεία. ~ αγώνα για τη σωτηρία των δασών. 2. το να αναλαμβάνει κάποιος την εργασία, για την οποία έχει επιλεγεί: Σήμερα θα γίνει η ~ υπηρεσίας από τους νέους διοικητές.
[λόγ.: ΙΙ: αρχ. ἀνάληψις (-σις > -ση)· Ι: σημδ. γαλλ. prélèvement]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάληψη 2 η : α.(θεολ.) η άνοδος του Xριστού στους ουρανούς, σαράντα ημέρες μετά την Aνάσταση. β. (εκκλ.) Aνάληψη, εορτή αφιερωμένη στην ανάμνηση του γεγονότος της αναλήψεως: Σήμερα είναι της Aναλήψεως. || ο ναός της Aναλήψεως: H ενορία μου είναι η Aνάληψη. || στις καλές τέχνες, παράσταση του γεγονότος της ανάληψης του Xριστού.
[λόγ. < ελνστ. ἀνάληψις, αρχ. σημ.: `ανάληψη
1II΄ (-σις > -ση)]