Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάλημμα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανάλημμα το [análima] Ο49 : (αρχιτ.) κάθετο υποστήριγμα, κυρίως τοίχος ψηλός και με μεγάλο πάχος, που συγκρατεί χώματα από κατολίσθηση ή κτίσμα από κατάρρευση· (πρβ. αντέρεισμα).

[λόγ. < ελνστ. ἀνάλημμα, αρχ. σημ.: `επίδεσμος για τραυματισμένο μέλος΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάλημμα [análima] το, gen αναλήμματος (L) arche.
  • any raised construction which serves as a support or rest, and more particularly a pier, wall, or buttress:
    • αναλήμματα οικοδομών |
    • το ~ του θεάτρου |
    • το τείχος ήταν μαζί και ~ των χωμάτων της αυλής (Papachatzis) |
    • οι τοίχοι του αναλήμματος ήταν ντυμένοι με μάρμαρο (Christou)

[fr K, AG ἀνάλημμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναλημματικός -ή -ό [analimatikós] Ε1 : (αρχιτ.) που έχει σχέση με το ανάλημμα ή που έχει μορφή αναλήμματος: ~ τοίχος.

[λόγ. αναλημματ- (ανάλημμα) -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναλημματικός, -ή, -ό [analimatikós] (L)
  • supporting, buttressing:
    • phr ~ τοίχος |
    • η Aκρόπολη ήταν χωρισμένη σε ταράτσες που τις κρατούσαν αναλημματικοί τοίχοι (Miliadis) |
    • ο κυκλώπειος τοίχος .. είναι ~ και συγκρατεί ισόπεδον (ταράτσαν) (Mylonas)

[fr kath, neol, der of ανάλημμα w. suff -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες