Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάλεστος -η -ο [análestos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν αλέσει, που δεν είναι αλεσμένο· άλεστος: Aνάλεστο σιτάρι. ~ καφές, άκοπος.
[αν- (δες α- 1) αλεσ- (αλέθω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάλεστος, -η, -ο [análestos]
- not ground, unground, unmilled (syn άλεστος):
- ανάλεστο σιτάρι, ~ καφές |
- εγύρισε ανάλεστο το άλεσμα
[fr pref αν- + K ἀλεστός (cf entry άλεστος); the latter documented as MG by the cpd νε-άλεστος]
- not ground, unground, unmilled (syn άλεστος):