Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάλαφρος -η -ο [análafros] Ε5 : α.για αέρα που είναι πολύ ελαφρός, που είναι μόλις αισθητός και γι΄ αυτό ευχάριστος. ANT δυνατός2γ: Φύσηξε ένα ανάλαφρο αεράκι. β. για κτ. ή για κπ. που δίνει την εντύπωση ότι δεν έχει καθόλου βάρος, αέρινος. ANT βαρύς: Tο βάδισμά της είναι κομψό κι ανάλαφρο. γ. για κτ. που είναι πολύ λεπτό, αέρινο. ANT χοντρός: Φορούσε μια ανάλαφρη εσάρπα.
ανάλαφρα ΕΠIΡΡ: Xόρευε ~ ένα βαλς. [ανα- λαφρ(ός) -ος, λαφρός: < ελαφρός με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάλαφρος, -η, -ο [análafros]
- not heavy, light (syn άβαρος, αλαφρός, ant βαρύς):
- ένοιωθε ~ |
- δουλειά ανάλαφρη |
- ανάλαφρο περπάτημα, ~ σαν φτερό, ~ ύπνος |
- ανάλαφρο ανοιξιάτικο φουστάνι |
- το έργο κύλισε με μπρίο, κέφι, ρυθμό και ανάλαφρη κίνηση (Katrakis)
- ⓐ fig slight, light, delicate (syn απαλός):
- ανάλαφρο κέφι, μεθύσι |
- ανάλαφρη χαρά, θλίψη |
- ευγενικό ανάλαφρο τοπίο |
- ανάλαφρο ροζ χρώμα |
- ~ ήχος |
- ανάλαφρο κομμάτι μουσικής |
- ανάλαφρη ζάλη |
- ανάλαφρο ύφος |
- ανάλαφρα αστεία |
- διάθεση κεφάτη και ανάλαφρη |
- ανάλαφρο και διακριτικό χιούμορ |
- έπαιξε σε ανάλαφρες κωμωδίες |
- άρωμα ανάλαφρο |
- των έρωτα τον έβλεπε σαν ένα ευχάριστο κι ανάλαφρο παιχνίδι (Moatsou-V)
- ① light, gentle, barely sensible (syn ανεπαίσθητος):
- ανάλαφρο άγγιγμα των πραγμάτων |
- ανάλαφρο χάδι |
- ~ κραδασμός της ψυχής |
- ανάλαφρη, αδιόρατη συγκίνηση |
- ~ άνεμος, ανάλαφρη αύρα |
- κάποια πνοή ανάλαφρη ανάδευε τα φύλλα της κληματαριάς (KPolitis)
[fr MG *ανάλαφρος cpd w. pref αν(α)- & MG αλαφρός]
- not heavy, light (syn άβαρος, αλαφρός, ant βαρύς):