Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάλαφρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανάλαφρα [análafra] adv
  • ① lightly, softly, gently, delicately, calmly, serenely (syn απαλά, σιγά, ήρεμα):
    • περπατάει, κοιμάται, κάθεται ~ |
    • χαμογέλασε ~ |
    • το δεξί της χέρι ακουμπάει ~ στο μηρό |
    • κατεβαίνει τα σκαλιά ~ σα νέος |
    • ο αέρας φυσούσε ~ |
    • τα μονόξυλα έσχιζαν ~ τα ήσυχα νερά (Palam) |
    • τα μεταξωτά του γένεια ανέμιζαν ~ από τον αέρα (Myriv) |
    • το πολυτρίχι σάλευε ~ μέσα στο νερό (KPolitis) |
    • (είχε) φωνή ~ βραχνή, όλο υπόσχεση, άρνηση και γλύκα (Kazantz)
  • ② slightly, lightly, gently:
    • την άγγιξε ~ |
    • του χτύπησε τον ώμο ~ |
    • φίλησε ~ το κεφάλι του |
    • μπαίνει μέσα πατώντας ~ στα δάχτυλα (Myriv) |
    • ~ άνοιξα την ξεμαντάλωτη πορτούλα (Glezos) |
    • (ο καθαρός αέρας) μου μπάτσιζε ~ το μάγουλο (KPolitis)

[der of ανάλαφρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες