Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανάλατος, επίθ.
-
- 1) Που δεν είναι αλατισμένος, ανάλατος:
- κυάμους … αναλάτους (Προδρ. IV 335).
- 2) (Προκ. για άνθρωπο) «άνοστος», άχαρος, ασυμπαθής:
- (Στάθ. Γ´ 381).
[<στερ. αν‑ + ουσ. αλάτι. H λ. τον 11. αι. (LBG) και σήμ.]
- 1) Που δεν είναι αλατισμένος, ανάλατος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάλατος -η -ο [análatos] Ε5 : 1.που δεν τον έχουν αλατίσει ή που δεν τον έχουν αλατίσει αρκετά. ANT αλατισμένος: Ελιές ανάλατες. Kάνει δίαιτα και τα τρώει όλα ανάλατα. Tο φαγητό ήθελε κι άλλο αλάτι, είναι ανάλατο. 2. (μτφ., οικ.) που δεν είναι πνευματώδης, που δεν έχει χάρη· άνοστοςβ: Aνάλατα αστεία / καλαμπούρια. Tι ~ άνθρωπος που είναι!
ανάλατα ΕΠIΡΡ. [μσν. ανάλατος < αν- (δες α- 1) αλάτ(ι) -ος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάλατος1 [análatos] ο, bot
- red valerian, Centranthus ruber (syn βαλεριάνα)
[substantiv. n of ανάλατος2]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάλατος2, -η, -ο [análatos]
- ① saltless, unsalted, non-salty (ant αλμυρός):
- ανάλατο φαΐ |
- έτρωγαν ένα ρύζι νερόβραστο κι ανάλατο |
- ανάλατη δίαιτα low salt diet
- ② fig tame, insipid, lacking charm, pointless, tasteless (syn σαχλός, ανούσιος):
- ανάλατα αστεία, λόγια, μυθιστορήματα |
- ιστορίες ανάλατες |
- άνοστα πράματα, ανάλατα, δίχως καμιά χάρη (Psichari)
[fr MG ανάλατος (Psellos+) der of άλας]
- ① saltless, unsalted, non-salty (ant αλμυρός):