Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάκυψη
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανάκυψη [anácipsi] η, (& L ανάκυψις) gym
  • return to the upright standing position (fr πρόκυψη or επίκυψη)

[fr kath ανάκυψις, neol (Koumanoudis); cf επίκυψις (fr AG), πρόκυψις (MG)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανάκυψη 1 η [anákipsi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια του ανακύπτω.

[λόγ. ανακυπ- (ανακύπτω) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανάκυψη 2 η : (γυμν.) άσκηση κατά την οποία επαναφέρουμε το σώμα στην όρθια θέση, μετά την επίκυψη.

[λόγ. ανα- αρχ. κυπ- (κύπτω) `σκύβω΄ -σις > -ση κατά το αντ. επίκυψη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες