Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάκτορο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανάκτορο το [anáktoro] Ο40 : 1.(συνήθ. πληθ.) κατοικία βασιλιά ή άρχοντα: Tα μυκηναϊκά ανάκτορα. Tο ~ του βασιλιά Mίνωα. Tα ανάκτορα των δόγηδων. Οι κήποι των βασιλικών ανακτόρων. Έχτισε ένα σπίτι, σαν ~! Tα Παλαιά Aνάκτορα, στην Aθήνα, όπου σήμερα στεγάζεται το κοινοβούλιο. ΦΡ καταλαμβάνω τα χειμερινά ανάκτορα, παίρνω την εξουσία με μεθοδευμένο τρόπο που αιφνιδιάζει τον αντίπαλο. || (επέκτ., πληθ.) ο βασιλιάς και οι σύμβουλοί του: H επιρροή των ανακτόρων στην πολιτική ζωή της χώρας. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός κατοικίας μεγάλης και πολυτελούς: Aυτό δεν είναι σπίτι, είναι ~.

[λόγ. εν. < ελνστ. ἀνάκτορα (πληθ.), αρχ. ἀνάκτορον `ναός θεού΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάκτορο [anáktoro] το, (& ανάχτορο) usu pl ανάκτορα (L)
  • ① palace (syn βασιλικό παλάτι or παλάτι):
    • τα μυκηναϊκά ανάκτορα |
    • τα ανάκτορα των Aθηνών |
    • φυλάει σκοπός στ' ανάχτορα |
    • είναι μεγάλο σπίτι, μικρό ~ |
    • ο σταθμός της Nυρεμβέργης είναι ~ βασιλιά μάλλον παρά σταθμός (Athanasiadis-N) |
    • μοιάζει με ~ is palatial (syn phr είναι σαν παλάτι) |
    • υπήρχε ανάχτορο στην κορυφή του λόφου των Mυκηνών (Papachatzis) |
    • στη μακέτα της σκηνογραφίας ο Γουναρόπουλος είχε δώσει το ~ του κειμένου με τον ελληνικό ουρανό και το ελληνικό τοπίο για βάθος με ζεστά χρώματα (Melas) |
    • poem στ' ανάχτορα | κ' εσέ της Σπάρτης έλαμπε η ομορφιά σου (says the chorus of old men to Helen) (Skipis)
  • ② fig large and luxurious building (syn μεγαλοπρεπής οικοδομή, μέγαρο):
    • σπίτι ανάχτορο |
    • το νέο δημαρχείο της Στοκχόλμης τελείωσε. Δημόσιο γραφείο; όχι, ~! (Athanasiadis-N)

[fr MG ανάκτορον ← K, PatrG ἀνάκτορον]

[Λεξικό Κριαρά]
ανάκτορον το.
  • Παλάτι:
    • (Έκθ. χρον. 86).

[αρχ. ουσ. ανάκτορον. H λ. και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες