Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάκτηση η [anáktisi] Ο33 : η ενέργεια του ανακτώ. 1α. η απόκτηση πράγματος που κάποτε το κατείχε κάποιος και το οποίο του είχε αφαιρεθεί συνήθ. βίαια ή παράνομα: Ο στρατός αγωνίστηκε για την ~ των οχυρών / της πόλης. Zητεί την ~ της ιθαγένειας την οποία του είχαν στερήσει. β. επάνοδος σε μια ομαλή ή πλεονεκτική κατάσταση: H ~ των σωματικών και ψυχικών δυνάμεων του ασθενή. H ~ του χαμένου χρόνου θα απαιτήσει εντατική δουλειά. 2. (πληροφ.) δυνατότητα επαναφοράς αποθηκευμένου υλικού στη μνήμη υπολογιστή.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀνάκτη(σις) -ση· 2: κατά τη σημ. του ανακτώ2]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάκτηση [anáktisi] η, gen ανάκτησης & ανακτήσεως, pl ανακτήσεις (L)
- ① repossession, retaking, recapture, reconquest (syn ανακατάληψη, απόκτηση εκ νέου):
- ~ του χαμένου εδάφους, των αλυτρώτων χωρών του κράτους |
- ~ της πόλεως, του βασιλείου
- ② regaining, recovery, retrieval (syn επανάκτηση):
- ~ ενεργητικότητας |
- ~ των (σωματικών) δυνάμεων recovery of strength |
- ~ της υγείας recovery of health (syn ανάρρωση) |
- με τη χαρά οι ανακτήσεις δυνάμεων είναι συχνές (Moustoxydis) |
- ~ της υπεροχής regaining of superiority |
- ~ θέσεως, περιουσίας, κληρονομίας, ηθικού |
- ~ της ελευθερίας, αυτονομίας |
- ~ της ευτυχίας |
- ~ και ανάπλαση του ιστορικού παρελθόντος του Γένους (Petsalis-D)
- ③ sci t. (μηχανική) ~ πληροφοριών (mechanical) information retrieval
- ⓐ electr etc ~ ρεύματος regeneration of current:
- ~ θερμότητος recuperation of heat
[fr MG ανάκτησις ← K, PatrG ἀνάκτησις]
- ① repossession, retaking, recapture, reconquest (syn ανακατάληψη, απόκτηση εκ νέου):