Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάκρουση [anákrusi] η, gen ανάκρισης & ανακρίσεως (L)
- ① milit ~ πυροβόλου recoil of gun (syn οπισθοδρόμηση or παλινδρόμηση πυροβόλου)
- ⓐ summoning gun (syn προειδοποιητική βολή)
- ② mus upbeat, anacrusis (syn ανάκρουσμα 1):
- ~ του εωθινού
- ⓑ performance of a musical piece by an instrumental group, playing:
- η ~ του εμβατηρίου ενθουσίασε τα πλήθη |
- έγινε η έπαρση της σημαίας και η ~ του εθνικού ύμνου |
- όλες οι μπάντες άρχισαν την ~ του Oλυμπιακού ύμνου
[fr K, PatrG ἀνάκρουσις ← AG]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάκρουση 1 η [anákrusi] Ο33 : (λόγ.) εκτέλεση μουσικού έργου, συνήθ. εμβατηρίου: H τελετή έκλεισε με την ~ του εθνικού ύμνου.
[λόγ. < ελνστ. ἀνάκρου(σις) `πρελούδιο΄ -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάκρουση 2 η : η προς τα πίσω μετακίνηση πυροβόλου κατά τη διάρκεια της βολής· οπισθοδρόμηση.
[λόγ. < αρχ. ἀνάκρου(σις) `σπρώξιμο προς τα πίσω΄ -ση]