Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάκριση η [anákrisi] Ο33 : 1.αστυνομική ή δικαστική εξέταση κάποιου ατόμου, για να εξακριβωθούν τα πραγματικά γεγονότα μιας δικαστικής υπόθεσης, στο προκαταρκτικό στάδιο της διαδικασίας: Tον κάλεσαν για ~. H ~ των κατηγορουμένων κράτησε πολλές ώρες. Για την υπόθεση θα γίνει τακτική* ~. (έκφρ.) ~ τρίτου* βαθμού. || (επέκτ.) ανακριτικό γραφείο: Tον κάλεσαν στην ~. 2. αναζήτηση της αλήθειας με επίμονες και πιεστικές ερωτήσεις: Σταμάτα πια τις ερωτήσεις! ~ θα μου κάνεις;
[λόγ. < αρχ. ἀνάκρι(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάκριση [anákrisi] η, gen ανακρίσεως (& D ανάκρισης), pl ανακρίσεις (& D ανάκρισες)
- ① law questioning, interrogation, inquiry, examination, investigation, hearing (as preparatory to court proceedings) (L):
- δικαστική ~ |
- ~ μιας υποθέσεως |
- ενεργώ, κάνω ~ hold an inquiry |
- αρχίζει, προχωρεί, τελειώνει η ~ |
- γίνονται ανακρίσεις για το ζήτημα |
- ~ μαρτύρων |
- ο ανακριτής (or η αστυνομία) έκαμε ανακρίσεις |
- ο κατηγορούμενος υποβλήθηκε σε μακρά (εξονυχιστική) ~ |
- ~ σε περίπτωση βίαιου ή ύποπτου θανάτου |
- μην του κάνεις ~ του παιδιού don't give the boy the third degree, i.e. question as if he were a criminal |
- ~ (σε ποινική υπόθεση) |
- έφτασε να γίνει σκάνταλο κι ανάκρισες (Myriv)
- ⓐ function of investigating magistrate(s) (syn έργο της ανακριτικής αρχής or των ανακριτικών υπαλλήλων)
- ⓑ synecd office of the investigator(s) (syn ανακριτικό γραφείο, γραφείο του ανακριτή, ανακριτήριο):
- πηγαίνω, εργάζομαι στην ~ |
- έλαβα κλίση να παρουσιασθώ αύριο στην ~
- ② fig questioning, questions:
- δεν τον σταμάτησα με παράκαιρες ανακρίσεις (KPolitis)
- ③ in-depth study or review, close scrutiny, checking (L):
- φιλολογική ~ του κειμένου (Theodorakop)
[fr K ἀνάκρισις ← AG]
- ① law questioning, interrogation, inquiry, examination, investigation, hearing (as preparatory to court proceedings) (L):