Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάκλιντρο το [anáklindro] Ο42 : μακρόστενο κάθισμα με ράχη, όπου μπορεί κάποιος να ξαπλώσει: Aρχαίο ελληνικό ~. Στα συμπόσια, κατά την αρχαιότητα, οι συνδαιτυμόνες ήταν ξαπλωμένοι σε ανάκλιντρα.
[λόγ. < ελνστ. ἀνάκλιν τρον (αρχ. ἐπίκλιντρον)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάκλιντρο [anáklindro] το, (L)
- reclining seat, sofa, couch (syn καναπές, ντιβάνι):
- το αναπαυτικό ~ των προγόνων (Panagiotop) |
- για να φάνε ξαπλώνονταν σε ανάκλιντρα |
- μισοπλάγιασε σ' ένα ~ |
- ξαπλωμένος επάνω σ' ένα ~ .. κρατεί με το αριστερό του χέρι ένα κερατόσχημο ποτήρι γεμάτο κρασί (Dakaris)
[fr LK ἀνάκλιντρον (Pollux, 2nd c. AD), der of ἀνακλίνω]
- reclining seat, sofa, couch (syn καναπές, ντιβάνι):