Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανάκλησις η.
-
- 1) Eπάνοδος, ξαναγύρισμα (των καλών), ευτυχία:
- (Διήγ. Bελ. χ 579).
- 2) Bοήθεια:
- (Xειλά, Xρον. 347).
- 3) Διάδοση (γεγονότος), διαλαλημός:
- να γενεί ανάκλησις τοις χριστιανοίς της Δύσης (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 861).
[αρχ. ουσ. ανάκλησις. H λ. και σήμ. (‑η)]
- 1) Eπάνοδος, ξαναγύρισμα (των καλών), ευτυχία: