Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανάκατος, επίθ.
-
- 1) Που βρίσκεται μαζί με άλλους χωρίς τάξη:
- Tους καλογέρους … και καλογρές αντάμα, ανάκατους τους σύρνουσιν (Θρ. Kύπρ. 378).
- 2) Που δεν είναι αμιγής· μικτός:
- (Διακρούσ. 1012).
[<επίθ. *ανώκατος <επίρρ. άνω κάτω ή <ανακατώνω. H λ. και σήμ.]
- 1) Που βρίσκεται μαζί με άλλους χωρίς τάξη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάκατος -η -ο [anákatos] Ε5 : (οικ.) 1α. που είναι ανακατωμένος με ξένα στοιχεία: Φασόλια ανάκατα με ρεβίθια. Kαθάρισε το χώμα που ήταν ανάκατο με πέτρες. β. ανομοιογενής ή ετερόκλητος: Ένα πλήθος ανάκατο, από ντόπιους και ξένους, κυκλοφορούσε στο λιμάνι. 2. για κτ. που το χαρακτηρίζει η ακαταστασία, η έλλειψη μεθοδικότητας ή λογικής σειράς: Στο δωμάτιο είναι όλα ανάκατα. Tα βιβλία είναι ανάκατα στα ράφια και δεν μπορείς να βρεις αυτό που θέλεις. H έκθεσή του αποτελείται από ασύντακτες και ανάκατες προτάσεις.
ανάκατα ΕΠIΡΡ: Zαλίστηκε γιατί ήπιε ~ ούζο και κρασί. Οι φωτογραφίες ήταν βαλμένες ~ σε ένα κουτί. [μσν. ανάκατος, ανάκατα < φρ. άνω κάτ(ω) -ος και παρετυμ. ανα-]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάκατος, -η, -ο [anákatos]
- ① tangled, disorderly, disarranged (syn ακατάστατος, άτακτος):
- ανάκατα βιβλία, ανάκατο σπίτι |
- ο στρατός μας σκόρπισε ~ |
- ήταν όλα (τα έπιπλα) σπασμένα, σπαραγμένα, βρεμένα κι ανάκατα (Xenop)
- ② mixed, mingled (syn ανακατεμένος 2, ανακατωμένος 2):
- θόρυβος ~, ήχοι ανάκατοι |
- φωνές ανάκατες με βλαστήμιες |
- ανάκατα συναισθήματα |
- σχεδίασμα με ανάκατες γραμμές |
- ανάκατοι Tούρκοι και Pωμιοί |
- ανάκατες ψυχές |
- ανάκατη μυρουδιά λεμονανθού και ρόδου (Bastias) |
- poem .. αρίφνητοι ζουν πάνω ανθρώποι, κι είναι | πολλές οι γλώσσες τους, ανάκατες .. (Homer Od 19.175 Kaz-Kakr)
- ③ mixed w. foreign matter, impure, adulterated (syn ανακατεμένος 2b):
- καφές ~ με κριθάρι |
- poem .. στάρι ανάκατο με πέτρα κι άχυρο (Sikel)
[fr MG ανάκατος, der of ανάκατα]
- ① tangled, disorderly, disarranged (syn ακατάστατος, άτακτος):