Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάθεση η [anáθesi] Ο33 : εντολή που δίνεται ή συμφωνία που γίνεται, για να αναλάβει κάποιος την εκτέλεση ενός έργου: Θα γίνει μειοδοτικός διαγωνισμός για την ~ της κατασκευής του αεροδρομίου. Διδάσκει το μάθημα της βιολογίας με / κατ΄ ~, το διδάσκει προσωρινά.
[λόγ. < ελνστ. ἀνάθε(σις) -ση `μεταφορά βάρους΄, αρχ. σημ.: `τοποθέτηση΄, κατά την αλλ. της σημ. του αναθέτω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάθεση [anáθesi] η, gen ανάθεσης & αναθέσεως (L)
- ① assigning, assignment (syn επιφόρτιση, παραγγελία):
- ~ εντολής |
- ~ αποστολής assignment of mission |
- ~ καθηκόντων allocation of duties |
- ~ εργασίας, υποθέσεως, υπηρεσίας |
- περιορίζεται η ~ δημοσίων έργων σε στρατιωτικές μονάδες |
- ~ των διοικητικών ευθυνών σε εμπνευσμένον άνθρωπο |
- theat ~ του ρόλου σε (κατάλληλο) ηθοποιό |
- η τυπική ~ του σχηματισμού κυβερνήσεως στο πλειοψηφήσαν κόμμα |
- η ~ απ' το δάσκαλο της εκμάθησης κειμένων (Geros)
- ② dedication (syn καθιέρωση, αφιέρωση):
- η ~ από τον Aρχίνο στο τέμενος του θεού της στήλης με το ανάγλυφο ψηλά (Karousou) |
- η ~ του ναού στη Λίβια τρία χρόνια μετά τη θεοποίησή της (Despinis) |
- η ~ έγινε μετά τη νίκη στο όνομα του νεκρού αναθέτη (Brouskari)
[fr MG ανάθεσις ← LK, PatrG ← AG ἀνάθεσις]
- ① assigning, assignment (syn επιφόρτιση, παραγγελία):