Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάδρομος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανάδρομος -η -ο [anáδromos] Ε5 : (επιστ.) που κινείται προς τα πίσω ή προς τα επάνω. 1. (αστρον.) ανάδρομη κίνηση / φορά, από την ανατολή στη δύση, μέσο του νότου. ANT ορθή. 2. (ζωολ.) ανάδρομοι ιχθύες, που ανεβαίνουν από τη θάλασσα στα ποτάμια για αναπαραγωγή.

[λόγ. < ελνστ. ἀνάδρομος `που κινείται προς τα πίσω΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάδρομος1 [aná∂romos] ο,
  • ① steeply ascending road, road up the mountain
  • ② ascending pass

[cpd of ανα- & δρόμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάδρομος2, -η (& L -ος), -ο [aná∂romos] (L)
  • ① running upwards
  • ⓐ astron~ φορά or κίνησις retrograde direction or motion (fr East to West)
  • ② ichth running upstream, ascending rivers (from sea to spawn, as salmon, shad, sturgeon), anadromous:
    • ανάδρομοι ιχθύες (kath) (syn αναδρομικός, ant καταδρομικός)

[fr K ἀνάδρομος 'running upstream']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες