Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάδραση η [anáδrasi] Ο33 : (επιστ.) α. (βιολ., κοινων., ψυχ.) η αντίστροφη ενέργεια των αποτελεσμάτων μιας διαδικασίας, στο αρχικό στάδιο της εξέλιξής της, έτσι ώστε να την ενισχύει (θετική ανάδραση) ή να την εξασθενίζει και να τη σταθεροποιεί (αρνητική ανάδραση). β. (ηλεκτρον.) φαινόμενο κατά το οποίο μέρος της ενέργειας που υπάρχει στην έξοδο επαναφέρεται στην είσοδο μιας λυχνίας: Θετική / αρνητική ~, που αυξάνει / ελαττώνει την ενίσχυση του σήματος ή ελέγχει την ποιότητά του.
[λόγ. ανα- δρά(σις) -ση]