Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάδειξη η [anáδiksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναδείχνω. 1. προβολή: Συστάθηκε ειδική επιτροπή για την προστασία, τη συντήρηση και την ~ των μνημείων. 2. ανέλιξη κοινωνική, επιστημονική, καλλιτεχνική κτλ.· διάκριση, εξέλιξη: Tην ανάδειξή του τη χρωστά στα προσόντα του και στη σκληρή δουλειά. 2. εκλογή ή διορισμός κάποιου σε ένα αξίωμα: ~ πατριάρχη / δημάρχου.
[λόγ. < ελνστ. ἀνάδειξις (σις > -ση)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάδειξη [aná∂iksi] η, gen ανάδειξης & αναδείξεως, pl αναδείξεις (L)
- ① bringing out into notice, marking out, pinpointing, manifestation (syn δείξιμο, παρουσίαση):
- ~του τοπίου |
- μερικών χαρακτηριστικών τοπίων στο φιλμ |
- ~ των δραματικών στιγμών της ζωής (Chatzinis) |
- η εικόνα έχει για σκοπό την ~ της ασχήμιας (Thrylos) |
- η ~ της αξίας του ποιητή |
- με την ~ της καθολικότητας που έχουν ορισμένες ηθικές αρχές βεβαιώνεται, νομίζουν, το κύρος τους (Papanoutsos)
- ② bringing to prominence, underlining, stressing (syn τονισμός):
- το πρόσωπο με μαγευτική λάξευση και ~ της επιδερμίδας (Karouzou) |
- ~του σώματος, e.g. το ένδυμα υπηρετεί στην ~του σώματος(Despinis) |
- ~της κορμοστασιάς, της μορφής (Bakalakis) |
- έπρεπε να δημιουργηθή η ~ του καθενός έργου χωρίς ζημία της πλαστικής του αίγλης (Karouzou)
- ⓐ fig bringing to prominence, elevation (syn εξύψωση, προβολή):
- πάθος για εθνική ~ |
- ~του μεγαλείου της χώρας |
- ~ και κατοχύρωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (Panagiotop) |
- ~ του εξωτερικά μη ωραίου σε παράγοντα αισθητικής αξίας (Pallas) |
- ~ του χορού σε πρωταγωνιστή (Theodorakis) |
- καλλιτεχνική ~ της λογοτεχνίας |
- ~του δημοτικού λόγου ικανού να δώση στον εντεκασύλλαβο την τεχνική τελείωση (Melas) |
- κατάκτηση και ~ ενός πιο υψηλού, πιο ανθρώπινου ύφους ζωής (Papanoutsos)
- ⓑ ascent, advancement, promotion (syn άνοδος, ανύψωση, προαγωγή, προώθηση):
- ικανότητες για ~ |
- ~του αρχηγού |
- ~ της ηγεσίας |
- ~των κατάλληλων προσώπων |
- προσωπική or ατομική ~του ανθρώπου |
- κοινωνική ~ |
- σκληρός αγώνας γι' ~ |
- την ανάδειξή του την οφείλει στους κόπους του |
- ~του Πολυλά στην αρχηγία της σχολής της Kερκύρας (Melas) |
- σκοπός του κριτικού δεν είναι να συντείνη στην ~ του συγγραφέα (Thrylos) |
- το έργο δεν έχει ρόλους για ~ των ηθοποιών (Athanasiadis-N) |
- τα νέα ταλέντα πρέπει να μάχονται για την ~ (id.) |
- το υποβρύχιο ως είδος πλοίου έδινε τις μεγαλύτερες δυνατότητες αναδείξεως στον αξιωματικό (Karagatsis)
- ③ selection, nomination:
- η ανάδειξή του ως υποψηφίου για τις εκλογές |
- αναδείξεις ηγετών κομμάτων
- ④ election (near-syn αναγόρευση, εκλογή [σε αξίωμα]):
- ~ βουλευτών |
- ~δημάρχου |
- ~εθνικής αντιπροσωπείας |
- ~ ενός υπέργηρου ερημίτη ασκητή στον θρόνο του αγίου Πέτρου (Papatsonis) |
- επηρεάζοντας αποφασιστικά την ~ επισκόπων, ακόμα και παπών (Kanellop)
[fr ByzG, PatrG ἀνάδειξις ← K, AG]
- ① bringing out into notice, marking out, pinpointing, manifestation (syn δείξιμο, παρουσίαση):