Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάγωγος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανάγωγος 1 -η -ο [anáγογos] Ε5 : που δεν έχει αγωγή, καλή ανατροφή· κακοαναθρεμμένος, αγενής: Έχει ανάγωγη συμπεριφορά. ~ άνθρωπος. Aνάγωγο παιδί. ανάγωγα ΕΠIΡΡ: Mου φέρθηκε πολύ ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀνάγωγος (αρχ. σημ. για ζώα)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανάγωγος 2 -η -ο : (μαθημ.) που δεν επιδέχεται αναγωγή: Aνάγωγα κλάσματα.

[λόγ. αναγωγ(ή) -ος με υποχωρ. κίνηση του τόνου για ένδειξη στερητικής σημ., μτφρδ. γαλλ. irréductible]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάγωγος1 [anáγoγos] ο, η,
  • ill-mannered person (near-syn ο αγενής, ο κακοαναθρεμμένος):
    • ένας ~ |
    • αυτή η ~ |
    • γεννήθηκε ευγενής ανάμεσα σε άξεστους και ανάγωγους (Chatzinis) |
    • όρμησε στον ανάγωγο να τον πετάξη έξω (Xenop)

[fr K ἀνάγωγος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάγωγος2, -η, -ο [anáγoγos] (L)
  • ① ill-mannered, ill-bred, uncivil, rude (syn αγενής, κακοαναθρεμμένος, ant ευγενής, καλοαναθρεμμένος):
    • ~ άνθρωπος, ανάγωγο παιδί |
    • άτομο ανάγωγο an ill-bred fellow |
    • ανάγωγη γυναίκα |
    • ανάγωγη κοινωνία |
    • απολίτιστος και ~ |
    • είστε ~! |
    • οι ανάγωγοι υπάλληλοι αποτελούν συνηθέστατο φαινόμενο (Panagiotop) |
    • μη μας υποχρεώνετε εμάς τους λογοτεχνικούς κριτικούς να είμαστε ανάγωγοι (Thrylos) |
    • poem ένα μαβί χωρίς φωνή, | χωρίς αυτή την ανάγωγη ανάκριση την καθημερινή (Seferis)
  • ② math unsusceptible to further reduction, irreducible:
    • ανάγωγο κλάσμα an irreducible fraction
  • ⓐ irreducible:
    • η επιστήμη είναι ανάγωγη στην ηθική, amorale (Tatakis)

[fr K ἀνάγωγος 'uneducated' ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες