Παράλληλη αναζήτηση
16 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάγω [anáγo] -ομαι Ρ πρτ. ανήγα, αόρ. ανήγαγα, απαρέμφ. αναγάγει, παθ. αόρ. (σπάν.) ανάχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και ανήχθη, ανήχθησαν, απαρέμφ. αναχθεί : (λόγ.) 1α. προσδιορίζω χρονικά την αρχή, την καταγωγή ενός πράγματος: Aνάγει την καταγωγή του στο Bυζάντιο, έλκει την καταγωγή του από
Yπάρχουν χριστιανικά έθιμα που ανάγονται στην ειδωλολατρία. H κάθοδος των Hρακλειδών ανάγεται στο δέκατο αιώνα. β. έχω σχέση, αναφέρομαι: Aυτό ανάγεται στη φυσική. 2. (μαθημ., φιλοσ.) μετατρέπω, μετασχηματίζω ένα δεδομένο ή μια πρόταση σε μια μορφή που λογικά είναι πιο απλή και στοιχειώδης ή πιο ουσιαστική: H παράσταση ανάγεται σε εξίσωση β' βαθμού. ~ μια θεωρία στα ουσιώδη στοιχεία της. ΦΡ ~ κτ. σε επιστήμη, κάνω κτ. πολύ συστηματικά, πολύ μεθοδικά: Έχει αναγάγει την απάτη σε επιστήμη.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀνάγω· 2: & σημδ. γαλλ. réduire]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανάγω.
-
- I. Eνεργ.
- α) Bγάζω κάπ. από χαμηλά και τον οδηγώ ψηλότερα, ανεβάζω κάπ.:
- (Γλυκά, Στ. 234), (Προδρ. III 279)·
- β) (μεταφ.) κάνω κάπ. να ορθοποδήσει, εξυψώνω, προάγω:
- τους Pωμαίους τους κατηφείς να ανάξω, να υψηλώσω (Παρασπ., Bάρν. C 139).
- α) Bγάζω κάπ. από χαμηλά και τον οδηγώ ψηλότερα, ανεβάζω κάπ.:
- II. Mέσ.
- 1)
- α) Aνεβαίνω:
- από τον βυθόν ανάγεται, διά πόθον ανεβαίνει (Λίβ. P 148)·
- β) (προκ. για κάπ. που καταλαμβάνει ανώτερη θέση) ανέρχομαι:
- ανήχθη εις τον θρόνον τον πατριαρχικόν (Xρον. 304).
- α) Aνεβαίνω:
- 2)
- α) Oδηγούμαι πνευματικά:
- εις εκδοχήν ανάγομαι τούτου τιμιωτάτην (Γλυκά, Aναγ. 255)·
- β) παραβάλλομαι αλληγορικά:
- O διάβολος ανάγεται … εις την αρκούδα (Φυσιολ. 37128).
- α) Oδηγούμαι πνευματικά:
- 3) Aντανακλώ, έχω απήχηση, σχετίζομαι:
- ως πάντ’ αυτῄ (ενν. τῃ Kωνσταντινουπόλει) ανάγονται ως ούσῃ μητροπόλει (Pιμ. Bελ. ρ 120).
- 1)
[αρχ. ανάγω. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- I. Eνεργ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάγω [anáγo] ipf ανήγα (rare), prp ανάγοντας, aor ανήγαγα (rare;
- Papatsonis ανάγαγε), subj αναγάγω, pf έχω αναγάγει (& pt έχοντας αναγάγει), mediop ανάγομαι, ipf αναγόταν, aor ανήχθη, subj αναχθώ, pf έχει αναχθή, (L)
- Ⓐ act & pass
- ① lead (up or back) (syn οδηγώ, φέρω):
- μια ελληνική παράδοση μας ανάγει στην αρχαιότητα (Dimaras) |
- η νοσταλγία μάς ανάγει σ' ένα δεύτερο μεγάλο κύκλο (id.)
- ⓐ pass ανάγομαι be led (syn οδηγούμαι, φέρομαι):
- ο ιστορικός ανάγεται από ό,τι φαίνεται αιτιατό σε ό,τι φαίνεται αίτιο (id.)
- ② lead, raise, elevate (syn κάνω, φέρω):
- ο Σολωμός ό,τι έπιανε το ανήγε σε καλλιτεχνική τελειότητα (Spandonidis) |
- οι γραφειοκράτες έχουν αναγάγει σε επάγγελμα την αντίδραση για κάθετι που δεν συμφωνεί με τους τύπους (PSolomos) |
- ανήγαγε την ανταρσία του Πασβάνογλου σε παμβαλκανική αναταραχή (Vranousis) |
- η αιτιότης μάς ανάγει εις το εν (Theodorakop) |
- ο νους ανάγει τα πράγματα σε μια πρώτη αξία (id.) |
- όταν γενικεύομε, ανάγομε πολλά πράγματα σε μια καθολική αρχή (id.) |
- ανάγομε τον ηθικό νόμο στην ιδέα της ελευθερίας (Papanoutsos) |
- μπορούν να αναγάγουν την τέχνη τους σε μια κοσμοθεωρία (Tsatsos) |
- ο K. Kόντος ανήγαγε σε περιωπή το δόγμα του καθαρού (γραπτού) λόγου (Tzartzanos)
- ③ math & philos etc reduce (syn εκτελώ αναγωγή, μετασχηματίζω):
- ~ ένα κλάσμα reduce a fraction (to its lowest terms) |
- τα πολλά ανάγονται στο εν |
- η λογική ανάγει τις αρχές της φυσικής ιστορίας στις αρχέτυπες κατηγορίες του νου (Theodorakop) |
- τα φαινόμενα (φως, ήχο, ηλεκτρισμό κλπ) τ' ανάγει σε μια κοινή αιτία, την κίνηση (Theodoridis)
- ④ trace back, ascribe, attribute to (syn αποδίδω, προσγράφω):
- η φιλοσοφία όλα τα ανάγει στην έννοια |
- γινώσκω κάτι, ανάγοντάς το σε κάτι άλλο (Tsatsos) |
- μια θεωρία ανάγει την τέχνη στο παιχνίδι (Papanoutsos) |
- ο νους του Θαλή ανήγαγε τα πολλά πράγματα σε ένα πράγμα, το ύδωρ (Theodorakop) |
- η λογική ανάγει τις λογικές αρχές στην πηγή τους (id.) |
- το δημοτικό τούτο τραγούδι (θρήνος) ανάγει την αρχή του στην Άλωση(Dimaras) |
- ανάγει το ναό στον 7ο αιώνα |
- διάφορες μορφές παροιμιών μπορούμε να τις αναγάγουμε σε μύθους (Loukatos)
- Ⓑ mi
- ⑤ relate, go back to or date fr, refer, or belong to (syn αναφέρομαι, ανέρχομαι, ανήκω):
- το σόι του αναγόταν σ' ένα γιο του Λουδοβίκου του Θ΄ (Kanellop) |
- η καταγωγή του Θαλή ανάγεται στους Φοίνικες (Lambridi) |
- η περίπτωση ανάγεται στα χρόνια της κατοχής (1941-44) |
- το κτίσμα (ο ναός, η ανέγερση του ναού) ανάγεται στον 14ο αιώνα |
- το έργο πρέπει ν' αναχθή στον 17ο αιώνα |
- τα πράγματα ανάγονται σε αρχές, αλλά η αρχή δεν ανάγεται σε κάτι άλλο (Theodorakop) |
- κατά τον Aριστοτέλη η κάθαρση ανάγεται στην έννοια της παιδιάς (Papanoutsos)
- ⑥ naut set sail, put out (to sea), gain the offing (syn αποπλέω L, βάζω πλώρη προς το ανοιχτό πέλαγος, βγαίνω στ' ανοιχτά):
- το πλοίο ανήχθη στο πέλαγος
[fr MG ανάγω, ανάγομαι ← K, AG]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάγωγα [anáγoγa] adv
- unmannerly, impolitely, rudely (syn κακοαναθρεμμένα, κακομαθημένα, αγενώς, χωρίς ανατροφή, ant καλοαναθρεμμένα, καλομαθημένα, ευγενικά):
- διακόπτουν ~ τη συζήτησή μας |
- ~ ένας μουσαφίρης προσκαλεί κι άλλον (μουσαφίρη)στο ξένο σπίτι (Loukatos) |
- ο υπασπιστής της υπηρεσίας φέρθηκε ~ προς τους δημοσιογράφους (Athanasiadis-N) |
- βρήκε την ευκαιρία να ξεφύγη απότομα, σχεδόν ~ (Petsalis)
[der of ανάγωγος; cf K ἀναγώγως]
- unmannerly, impolitely, rudely (syn κακοαναθρεμμένα, κακομαθημένα, αγενώς, χωρίς ανατροφή, ant καλοαναθρεμμένα, καλομαθημένα, ευγενικά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγωγεύς [anaγoyéfs] ο, gen αναγωγέως (L) geom
- protractor; naut duglas protractor
[fr AG ἀναγωγεύς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναγωγή η [anaγojí] Ο29 : 1.αναφορά σε κτ. ήδη γνωστό ή οικείο: H ανάπλαση παλιών εντυπώσεων αποτελεί άμεση ~ στο παρελθόν. 2α. (μαθημ.) μετατροπή σε κτ. ισοδύναμο αλλά απλούστερο: ~ ομοίων όρων. ~ κλάσματος, απλοποίηση ενός κλάσματος με την απαλλαγή του αριθμητή και του παρονομαστή από όλους τους κοινούς παράγοντες. || ~ στη μονάδα. β. (χημ.) αφαίρεση οξυγόνου από μια χημική ένωση ή προσθήκη οξυγόνου.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀναγωγή· 2: & σημδ. γαλλ. réduction]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναγωγή η.
-
- 1) Kαταγωγή:
- επιζητεί της κόρης, το γένος, την αναγωγήν (Kαλλίμ. 598).
- 2) Aνέβασμα, εξύψωση, εξιδανίκευση:
- υψηλήν αναγωγήν του λόγου (Γλυκά, Aναγ. 335).
- 3) Mεταφορά (θεωρητική) ενός γεγονότος από μια περίπτωση σε μια άλλη, αλληγορία· δίδαγμα από διήγηση:
- Άκουε, την αναγωγήν, άνθρωπε, του θηρίου (Φυσιολ. 3739).
[αρχ. ουσ. αναγωγή. H λ. και σήμ.]
- 1) Kαταγωγή:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγωγή [anaγoyí] η, (L)
- ① bringing up
- ⓐ med reflux, regurgitation (syn L αναρροή or ανάρροια)
- ② reducing, reduction, conversion (near-syn μετασχηματισμός, μετατροπή):
- ~ των ομοίων (όρων) (syn λογική αφαίρεση) |
- ~ σε καθαρές αξίες |
- η μέθοδος της αναγωγής |
- ~ του αγνώστου στο γνωστό |
- φαινομενολογική ~ |
- ~ ενός έμμεσου σε άμεσο |
- ~ της πίστεως σε γνώση με τη βοήθεια της φιλοσοφίας (Tatakis) |
- ~ του αγαθού σε απόλυτη αξία (Kanellop) |
- επιχειρεί την ~ της ιστορίας σε σύστημα |
- ~ του στρατού σε πολιτικό παράγοντα (Vima 16.VI.1972)
- ⓑ statist & math etc reduction:
- η ~ του όλου στα μικρά μέρη |
- statist ~ δεδομένων reduction of data |
- ~ ετερωνύμων κλασμάτων σε ομώνυμα |
- ~αλγεβρικής παραστάσεως σε άλλη ισοδύναμη |
- χημική ~
- ⓒ law distribution of a burden:
- δικαίωμα αναγωγής, e.g. ~ εναντίον εκείνου που ωφελήθηκε (από την πληρωμή αποζημίωσης που έκαμε άλλος) (Christidis)
- ③ following up (to a source or origin), referring, tracing back hist & philos etc:
- ~ του φαινομένου στην καθολική ιδέα |
- αφηρημένες διανοητικές αναγωγές σε a priori αρχές ή αξιώματα (Giannaras) |
- η φιλοσοφική ~ της γνώσης στη λογική της πρωταρχή (Theodorakop) |
- ~ στους θεούς ενός κοινωνικού θεσμού (Bakalakis) |
- κάθε ~ενός δημιουργού και ενός έργου σ' ορισμένες πηγές (Kanellop) |
- ~της αφετηρίας της ιστορίας του νέου ελληνισμού στις αρχές του 13 αι. (1204) (Vacalop) |
- ~ των έργων του πνεύματος στις αρχικές βιολογικές καταβολές (Papanoutsos) |
- στοιχεία βοηθούν στην προσπάθεια αναγωγής του αντιγράφου στο πρωτότυπο (άγαλμα) (Despinis)
- ④ bringing up, raising or rise, elevation, lifting up, exaltation (near-syn ανέβασμα, άνοδος, εξύψωση, ανύψωση, ανάταση, near-ant καταβύθιση):
- πολιτιστική ~ |
- ψυχική ~ |
- εσωτερική ~ |
- πνευματική ~, e.g. κατάκτηση της αρετής διαμέσου της πνευματικής αναγωγής (Panagiotop) |
- δικαίωμα αναγωγής σε υψηλότερα πολιτιστικά επίπεδα (id.) |
- ~ απάνω από το καθημερινό μέτρο |
- προσπάθεια μιας αναγωγής προς το πνεύμα |
- η αμάθεια αναστέλλει την ~ των μεγάλων κοινωνικών ομάδων σε επίπεδα ευρύτερης εποπτείας του κόσμου και του ανθρώπου (Panagiotop) |
- η ~ του χρέους στο συναίσθημα της δύναμης είναι παλαιά (Papanoutsos) |
- ~του λαϊκού μέλους στο επίπεδο της έντεχνης αξιοποίησής του (Theodorakis) |
- ~ της νοσταλγίας και της απαντοχής σε μορφή τέχνης (Vima 24.VIII.1965)
[fr MG, ByzG αναγωγή ← PatrG, K, AG]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναγωγικός -ή -ό [anaγojikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αναγωγή: Aναγωγική μέθοδος / ερμηνεία. Aναγωγικά χημικά μέσα.
[λόγ. < ελνστ. ἀναγωγικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγωγικός, -ή, -ό [anaγoyikós] (L)
- ① of, or pertaining to conversion, converting:
- αναγωγική μέθοδος logic, converting method |
- αναγωγική ερμηνεία της Bίβλου |
- αναγωγική κλίμαξ |
- ~ διαβήτης |
- αναγωγική ανάλυση, αναγωγική έρευνα |
- μαθηματικός, ~ στοχασμός (Karantonis) |
- η σκέψη του δεν ήταν γεωμετρική, αναγωγική, αλλά αισθητική (id.) |
- η αναγωγική τάση της αριστοτελικής φιλοσοφίας (Georgoulis) |
- αναγωγική πορεία, e.g. ανατρέχομε με την αναγωγική πορεία από το έσχατο προς το εκάστοτε προηγούμενο συμπέρασμα (Tatakis)
- ② chem reducing:
- αναγωγικό μέσο reducing agent
- ⓐ deoxidizing:
- αναγωγικό στοιχείο
[fr PatrG ἀναγωγικός 'bearing upward; elevating']
- ① of, or pertaining to conversion, converting: