Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάγνωσμα το [anáγnozma] Ο49 : 1.κάθε κείμενο, συνήθ. όταν πρόκειται για κείμενο που διαβάζεται απλά και ευχάριστα, χωρίς να απαιτεί ιδιαίτερη μελέτη: Λαϊκό / ιστορικό ~. Nεοελληνικά αναγνώσματα, συλλογή λογοτεχνικών κειμένων για τη διδασκαλία της νεοελληνικής λογοτεχνίας στη μέση εκπαίδευση. 2. (εκκλ.) απόσπασμα ιερού κειμένου που διαβάζεται στην εκκλησία. ΦΡ βλακείας / ανοησίας / φλυαρίας κτλ. το ~, για κτ. που γίνεται κατ΄ εξακολούθηση και έχει μεγάλη διάρκεια.
[λόγ. < ελνστ. ἀνάγνωσμα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάγνωσμα [anáγnozma] το, (L)
- ① reading (matter):
- το κοινό μας προτιμάει το ακρόαμα από το ~ |
- ελεύθερα αναγνώσματα, παιδικά αναγνώσματα |
- λαϊκό ~, e.g. τα λαϊκά αναγνώσματα για τους ληστές του καιρού εκείνου (Petsalis) |
- διδακτικό, επαγωγό, ευχάριστο, ιστορικό ~ |
- εκλεκτά αναγνώσματα select readings |
- νεοελληνικά αναγνώσματα reader in Mod. Greek |
- αναγνώσματα για τη νεολαία |
- η Kλίμαξ ήταν το προσφιλέστερο ~ των βυζαντινών μοναχών (Tatakis) |
- ο Aγαθάγγελος υπήρξε προσφιλέστατο ~ των υποδούλων (Vranousis)
- ⓐ biblical selection read in a church service:
- Παροιμιών το ~ |
- προφητείας Hσαΐου το ~ |
- Πράξεων των Aποστόλων το ~
- ⓑ lengthy and nonsensical talk, chatter:
- ανοησίας or φλυαρίας το ~ |
- βλακείας το ~
- ② journ inferior historical or fictional reading addressed to the wider readership:
- ~περιπετειών |
- ληστρικό ~
- ⓒ lengthy and tedious series of articles about an issue:
- η ληστεία (το σκάνδαλο της ζάχαρης, η υπόθεσή του) έγινε ~
- ⓓ synecd object of defamatory reading, of a person:
- οι εφημερίδες τον έκαμαν ~ |
- η ανωμαλία του στρατηγού κατάντησε το στρατό ~
[fr K, PatrG ἀνάγνωσμα]
- ① reading (matter):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναγνωσματάριο το [anaγnozmatário] Ο42 : (παρωχ.) το αναγνωστικό.
[λόγ. αναγνωσματ- (ανάγνωσμα) -άριον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγνωσματάριο [anaγnosmatário] το, (rare αναγνωστάρι)
- reader for elementary schools, primer:
- ελληνικό ~ |
- το παιδί συλλαβίζει τ' αναγνωστάρι του (Plaskovitis) |
- θυμήθηκε το Pοβινσώνα, που τόνε γνώριζε από το ~ του σχολείου (NNikolaidis) |
- στον Παπαντωνίου ιδίως οφείλεται η σύνταξη του αναγνωστάριου Tα ψηλά βουνά (Dimaras)
[neol, fr kath αναγνωσματάριον, der of ανάγνωσμα w. suff -άριον ← Lat -arium]
- reader for elementary schools, primer:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγνωσματογραφία [anaγnozmatoγrafía] η, (L)
- writing in newspapers of inferior reading matter for the wider public
[der of αναγνωσματογράφος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγνωσματογράφος [anaγnozmatoγráfos] ο, η, (L) journ
- writer of serial reading matter addressed to the wider readership of newspapers or magazines:
- αναγνωσματογράφοι των εφημερίδων
[neol, cpd w. -γράφος]
- writer of serial reading matter addressed to the wider readership of newspapers or magazines:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγνωσματοποιώ [anaγnozmatopió] αναγνωσματοποιείς, aor αναγνωσματοποίησα, (L)
- make s.o. or sth the topic of a story in the press:
- αναγνωσματοποιούν το παρελθόν |
- οι εφημερίδες αναγνωσματοποιούν μια σκέψη του ιδρυτή του κόμματος |
- την περίβαλλε και ο θρύλος μιας αισθηματικής περιπέτειας και μιας απαγωγής, που ο T. Στ. είχε αναγνωσματοποιήσει στην εφημερίδα (Melas)
[neol, cpd of ανάγνωσμα & ποιώ]
- make s.o. or sth the topic of a story in the press: