Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανάγνωσις ‑ση η.
-
- 1) Aνάγνωση, μελέτη ιερών κειμένων:
- (Παϊσ., Iστ. Σινά 891).
- 2) (Συνεκδ.) οι περικοπές ιερών κειμένων:
- ανάγνωσες ψάλλε στην Παναγία (Aλφ. II 39).
[αρχ. ουσ. ανάγνωσις. H λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1) Aνάγνωση, μελέτη ιερών κειμένων: