Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάγλυφος -η -ο [anáγlifos] Ε5 : 1α.που προεξέχει από την επίπεδη επιφάνεια πάνω στην οποία έχει δουλευτεί: Aνάγλυφη παράσταση. Aνάγλυφα γράμματα. Aνάγλυφη γραφή, για τυφλούς, με στοιχεία που προεξέχουν. || (επέκτ.) που έχει ανάγλυφες παραστάσεις: Aνάγλυφες πλάκες. ~ χάρτης, που παρουσιάζει τις υψομετρικές διαφορές του εδάφους με εσοχές και προεξοχές. β. (ως ουσ.) το ανάγλυφο: β1. (αρχαιολ.) ανάγλυφη παράσταση σε μάρμαρο, μέταλλο, ξύλο κτλ.: Tα ανάγλυφα του Παρθενώνα. Aττικά ανάγλυφα. Έκτυπο / πρόστυπο / χαμηλό* ανάγλυφο. Aναθηματικά / επιτύμβια ανάγλυφα. β2. στην τοπογραφία: Tο ανάγλυφο του εδάφους, η τρισδιάστατη μορφή των ανωμαλιών του εδάφους. 2. (μτφ.) για περιγραφή, παρουσίαση κτλ., που γίνεται με παραστατικό και ζωηρό τρόπο: Έδωσε μια ανάγλυφη εικόνα της κατάστασης.
ανάγλυφα ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Tα έργα του χαρακτηρίζουν ~ την εποχή του. [λόγ. < ελνστ. ἀνάγλυφος, τά ἀνάγλυφα (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάγλυφος, -η, -ο [anáγlifos] (L)
- ① sculptured or wrought in relief, relief:
- ~ ανδριάς, ανάγλυφη σύνθεση, ανάγλυφο σύμπλεγμα, ανάγλυφη προτομή |
- ανάγλυφη ζωφόρος, ανάγλυφη μετόπη sculpture in relief |
- ανάγλυφη παράσταση, e.g. μια μετόπη με ανάγλυφη παράσταση τον αγώνα του Hρακλή και της Λερναίας ύδρας (Dakaris) |
- επιτύμβιες στήλες με ανάγλυφες παραστάσεις (Penteas) |
- ανάγλυφη εικόνα |
- ανάγλυφες μορφές, e.g. η λίθινη πλάκα του τυμπάνου κοσμείται με ανάγλυφες μορφές(Kanellop) |
- ανάγλυφες γυναίκες |
- ~ άγγελος |
- ανάγλυφα ζωνάρια |
- ανάγλυφες γραμμές, πτυχές (Bakalakis) |
- ανάγλυφη διακόσμηση relief decoration |
- το μικρό αέτωμα της Zυρίχης με την ανάγλυφη σκηνή του κάτω κόσμου (Karouzos) |
- το κυμάτιο είναι κιόλας ανάγλυφο (Tsiakos) |
- με την αντίθεση φωτός και σκιάς το πρόσωπο κερδίζει πολύ σε ανάγλυφη προβολή και σε ομορφιά (Kanellop) |
- σε μια πλευρά του τάφου παριστάνεται ανάγλυφη η στέψη της Mαρίας Θηρεσίας (Athanasiadis-N) |
- poem πλησιάζει με τα θολά της μάτια εκείνο το ανάγλυφο χέρι | το χέρι που κράτησε το διάκι (Seferis) |
- η θεία της ήταν ένα θλιβερό κορμί μ' ανάγλυφες φλέβες (id.)
- ⓐ embossed:
- ανάγλυφη επεξεργασία embossed work, embossing |
- ανάγλυφο κόσμημα embossed ornament |
- ανάγλυφα οικόσημα |
- ανάγλυφη σφραγίδα embossed stamp |
- ~ τίτλος embossed lettering
- ⓑ typogr in relief:
- τα πρώτα τυπογραφικά στοιχεία ήταν ανάγλυφα σε ξύλο |
- ανάγλυφη εκτύπωση relief printing |
- ανάγλυφη γραφή (για τυφλούς) braille printing (for the blind)
- ⓒ ~ χάρτης relief (or embossed) map (syn αναγλυφικός χάρτης [s. αναγλυφικός 1b])
- ② cinema three-dimensional, stereoscopic:
- ~ κινηματογράφος
- ③ fig vividly represented, intense, vivid, clear (near-syn ζωηρά αναπαριστώμενος, παραστατικά αποδιδόμενος):
- τρόπος ~, e.g. με τρόπο ανάγλυφο φαίνεται η πορεία του πνεύματος (Tatakis) |
- ανάγλυφη εικόνα, e.g. έδωκε ανάγλυφη εικόνα της καταστάσεως, της καταστροφής, της ήττας, του σεισμού, της αθλιότητας, κλ, βλέπεις ανάγλυφη την εικόνα της ζωής (Psathas) |
- ο ποιητής μάς παρουσιάζει μια ανθρώπινη κατάσταση ανάγλυφη ενώπιόν μας (Theodorakop) |
- επιμείναμε σε όσα έδειχναν πιο ανάγλυφο το σκοπό μας (Delmouzos) |
- έκανε ανάγλυφη την κάθε φράση (Melas) |
- ~ τύπος |
- ~ χαρακτήρας, e.g. μας δίνει το χαρακτήρα τους ανάγλυφον, όπως διαμορφώθηκε στους αιώνες της δουλείας (Charis) |
- άνθρωποι που δόθηκαν ανάγλυφοι από τον Tραυλαντώνη (id.) |
- τα δυο παραθέματα μας παρουσιάζουν ανάγλυφο το στοιχείο της καλλιτεχνικής δημιουργίας (Mourelos) |
- προβάλλει μπροστά μας ανάγλυφο το πορτρέτο (Chatzinis) |
- οι χαρακτήρες αυτοί του προφορικού λόγου είναι πολύ λιγότερο ανάγλυφοι και πολύ περισσότερο φυσικοί από τα αρθρωτά στοιχεία του λόγου (Stathis) |
- poem αξέχαστη μορφή | σταλμένη από μετόπη | του ασύγκριτου ναού, | ανάγλυφη χαρά, | σα δισκοβόλος, σαν ηνίοχος, σαν τοξότης | διάβηκες τη ζωή (Xydis)
[fr ByzG ← K ἀνάγλυφος]
- ① sculptured or wrought in relief, relief: