Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάγλυφα [anáγlifa] adv
- ① sculpture in relief (syn αναγλυφικά 1):
- στον τοίχο ~ χαραγμένο το κεφάλι του Kητς (Venezis)
- ② fig in descriptive detail, in clarity, vividly, clearly (syn αναγλυφικά, ζωηρά, παραστατικά, με διαύγεια):
- ο Σαίξπηρ σκαλίζει πολύ ~ τους χαρακτήρες του |
- μας δίνει ~ την ψυχική φυσιογνωμία του αγνού παιδαγωγού |
- ο Πλάτων παρουσιάζει ~ το θέμα των κατηγοριών |
- τις ελαττωματικότητες των γυναικών παρουσίασε ~ |
- ο θάνατος αποκαλύπτει ~ το είναι της ψυχής (Theodorakop) |
- η μαθηματική επιστήμη δείχνει ~ πόσο η επιστήμη δεν είναι άμεση (Tatakis) |
- την ώρα της πνευματικής λύτρωσης ο Παλαμάς μένει τόσον ~Έλληνας (Tsatsos) |
- τη μουσικότητα του ποιητικού έργου μόνον ένας Γάλλος θα μπορούσε να αποδώση ~(id.) |
- τα λόγια του ντα Bίντσι χαρακτηρίζουν ~ το πνεύμα της Aναγέννησης (Dizikirikis) |
- η σφραγίδα του πυθαγορισμού είναι ~ έκτυπη στη φιλοσοφία του Πυθαγόρα (Dragona-M)
[der of ανάγλυφος]
- ① sculpture in relief (syn αναγλυφικά 1):