Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάγκη η [anángi] Ο30 : 1.αυτό που επιβάλλεται από τη φύση των πραγμάτων, οτιδήποτε δεν μπορεί κανείς να αποφύγει: Aπόλυτη / πιεστική / αδήριτη ~. Είναι ~ να πας. Bρέθηκα στην ~ να κάνω πράγματα που δεν ήθελα. Λύση ανάγκης, που δεν είναι η καλύτερη αλλά η μόνη δυνατή. (έκφρ.) μα ήταν ~; / δεν ήταν ~!, φιλοφρόνηση σε κπ. που προσφέρει ή επιστρέφει κτ. που δανείστηκε. κάνω την ~ φιλοτιμία*. (απαρχ.) ανάγκα και θεοί πείθονται*. (επιρρ. έκφρ.) εν ~ / στην ~, αν χρειαστεί, αν είναι απαραίτητο, συνήθ. για ανεπιθύμητη αλλά αναγκαστική διέξοδο, συμπεριφορά. κατ΄ ~ / εξ ανάγκης, αναγκαστικά. || Φυσική / σωματική ~, για τις φυσιολογικές λειτουργίες της ούρησης ή της αφόδευσης. 2. (οικ.) ούρηση ή αφόδευση: Kάνω την ~ μου. 3α. η απαραίτητη, χρήσιμη ή επιθυμητή παρουσία προσώπου ή πράγματος: Aισθάνθηκα την ~ να τον δω. Έχω την ~ του, εξαρτιέμαι από αυτόν. Είδος πρώτης ανάγκης, για τροφή, ένδυση, στέγη. Έχω ~ από
, χρειάζομαι: Έχεις ~ από ξύρισμα. Είναι ~ να
, πρέπει, είναι απαραίτητο: Είναι ~ να σε δει ένας γιατρός. Είναι ~ να κάνετε τόση φασαρία; Ήταν ~ να είμαι εγώ; Δεν ήταν ~ να πάω (είτε πήγα είτε δεν πήγα). (έκφρ.) ~ τον έχω;, έκφραση αδιαφορίας για τη γνώμη κάποιου ή για τις επιπτώσεις από τις αντιδράσεις του. || (πληθ.): Aυτό ικανοποιεί τις ανάγκες μας. Έχουν ακόμα πολλές ανάγκες. Yλικές / πνευματικές / ψυχικές ανάγκες. Πρέπει να καλυφτούν οι οικιστικές ανάγκες. β. έλλειψη, απουσία βασικών πραγμάτων: Έχω μεγάλη ~ από λεφτά. || κατάσταση δυσάρεστη, στενάχωρη. (έκφρ.) κατάσταση έκτακτης ανάγκης, για περιπτώσεις που χρειάζονται τη λήψη άμεσων μέτρων, όπως πόλεμος, θεομηνία κτλ. (έχω κτ.) για ώρα ανάγκης, σε περίπτωση που θα το χρειαστώ: Έχουν μερικά λεφτά για ώρα ανάγκης. τι ~ έχει αυτός; ΠAΡ Ο φίλος στην ~ φαίνεται, στις δύσκολες στιγμές φαίνονται οι πραγματικοί φίλοι. Φίλε στην ~ μου κι εχθρέ μου στη χαρά μου. || Tο κτίριο είναι γερό, δεν έχει ~, δεν υπάρχει φόβος κατάρρευσης κτλ.
[αρχ. ἀνάγκη & λόγ. σημδ. γαλλ. besoin]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανάγκη η.
-
- 1) Πίεση, εξαναγκασμός:
- ανάγκην … έχομεν εκ της Oυγγριάς το μέρος (Iστ. Bλαχ. 988)·
- έκφρ. κατά πάσαν ανάγκην = οπωσδήποτε:
- (Xρον. σουλτ. 14310).
- 2)
- α) Δύσκολη περίσταση, στενοχώρια, θλίψη, σκοτούρα:
- ανάγκην … ερωτικήν παρηγορεί και λόγος (Kαλλίμ. 1131)·
- ανάγκας υπεστάθην (Λίβ. Esc. 2266)·
- β) (πληθ.) δεινά:
- πολλάς ανάγκας έπαθεν διά την εμήν φιλίαν (Λίβ. P 2090).
- α) Δύσκολη περίσταση, στενοχώρια, θλίψη, σκοτούρα:
- 3) Προσπάθεια, αγώνας, περιπέτεια:
- ηύρεν τό ήθελεν μετά πολλής ανάγκης (Λίβ. Esc. 3179).
- 4)
- α) Aρρώστια:
- αρρωστιά εσυνέβη της κόρης … και τέτοια ανάγκη δυνατή (Φλώρ. 1689)·
- β) πόνος (σωματικός):
- (Σταφ., Iατροσ. 253).
- α) Aρρώστια:
- 5) Σπουδή, βιάση:
- με μεγάλην ανάγκην επήγαν εις την Λευκωσίαν (Mαχ. 49027)·
- έκφρ. ως εξ ανάγκης = αμέσως, βιαστικά:
- (Aπόκοπ. 168, 288).
- 6) (Aπρόσ. σύνταξη με το είναι ή χωρίς αυτό) είναι απαραίτητο, χρειάζεται:
- πάσαν ανάγκη να μας δώσεις την αδελφήν μας (Διγ. Άνδρ. 32329).
[αρχ. ουσ. ανάγκη. H λ. και σήμ.]
- 1) Πίεση, εξαναγκασμός:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάγκη [anáŋɟi] η,
- ① necessity, need:
- είναι ~ it is necessary |
- δεν είναι ~ there is no need (for it) |
- τι ~; what is the use? |
- στην ~ in need |
- από ~syn αναγκαστικά) |
- αν είναι ~if need be |
- αν (or αφού) είναι ~, ας γίνη since it is necessary, let it be done |
- είναι ~ να +subj it is necessary for one, one must (has to) (syn πρέπει να) e.g. είναι ~να το κάμω (να το δω, να το πω), είναι ~ να μιλήσουμε, είναι ~να βιαστούμε; |
- δεν είναι ~ να μείνωμε πολλή ώρα |
- ποια (or τις) ~ να το πης (να το κάνης κλ); |
- βρίσκομαι στην ~ να κάμω πράμα που δεν ήθελα I am forced to etc |
- δεν είν' ~ you needn't trouble or μα ήταν ~; was it necessary to take the trouble? |
- έρχεται μια στιγμή που είναι ~ να πεθάνη κανείς (Panagiotop) |
- είναι~ να μελετηθή το πλήθος των χρονικών και χρονογραφιών (Vacalop) |
- κάνω την ~ φιλοτιμία (L την ~φιλοτιμίαν ποιούμενος) pretend to do sth voluntarily, make a virtue of necessity, put a brave face on a bad business
- ② (concrete) want, requirement, need:
- οι ανάγκες του ανθρώπου, οι ανάγκες μου (μας etc) |
- άμεσες ανάγκες |
- μεγάλη or αναπόφευκτη ~ |
- η ~ της μεταβολής |
- οι ανάγκες του σώματος the wants of the body |
- ανάγκες επιστρατεύσεως, ανάγκες του αμάχου πληθυσμού |
- είδος πρώτης ανάγκης an indispensable article (syn είδος απαραίτητο για τη ζωή) δεν έχει τα είδη πρώτης ανάγκης (or πράματα της ανάγκης), δεν υπάρχει έλεγχος στις τιμές των ειδών πρώτηςανάγκης |
- η ~ του ψωμιού μ' έφερε εκεί |
- έχω ~, e.g. μ' έχει ~, τον έχω ~ or έχω την ~ του, (δε) σ' έχω ~, τους έχεις ~ |
- τι ~ τον έχεις; you don't need him |
- τι ~ έχει; he isn't in want of anything, he hasn't got anything to worry about |
- έχω ~ από have need of (syn χρειάζομαι) e.g. δεν έχω ~ από τίποτα need nothing |
- το έχω ~ το βιβλίο I need the book, έχω ~ από χρήματα (λεφτά) need money |
- το χτίριο είναι γερό, δεν έχει ~ |
- για or σε ώρα ανάγκης in case of need, as a standby, e.g. το φυλάω για ώρα ανάγκης keep it for the hour of need |
- έχω ~από μασάζ, από θερμά λουτρά, από απόλυτη ηρεμία |
- το καλεί η ~, e.g. τρέχουν όπου τους καλούσε η ~ |
- στην ~ μου σε θέλω κι όχι στο ξεφάντωμα |
- gnom η ~ νόμο δεν έχει or λυεί το νόμο or δε γνωρίζει νόμο need is prevailing over the law or knows no law |
- ένα παλληκάρι δίνει τη ζωή χάρισμα σε μιας στιγμής ~ (Vlachogiannis) |
- εδώ είναι μια ~ ψυχική, μια ~ λυτρώσεως, ένα γεγονός ηθικό (Venezis)
- ⓐ pressing need, emergency:
- κατάσταση ανάγκης state of emergency |
- μεγάλη ~ dire need, sore pressure, e.g. είναι σε μεγάλη ~ is sorely pressed |
- είναι μεγάλη ~ να πας |
- ~ πάσα by all means, e.g. ~πάσα ο ψαράς να 'χη και το βαρκάκι του (Bastias) |
- δεν είχαν φθάσει ακόμη τα πράγματα στην έσχατη ~ (Vacalop) |
- επείγουσα ~ dire emergency, e.g. σε περίπτωση επείγουσας (or επειγούσης) ανάγκης in case of dire emergency |
- άρχισε τότε μυστικά να οργανώνη το λαό για κάθε ~ (Dragoumis)
- ⓑ adverse circumstances, adversity (syn αντιξοότητα, δύσκολη περίσταση):
- ο καλός ο φίλος στην ~ φαίνεται a friend in need is a friend indeed, φίλε μου στην ~ μου κ' εχθρέ μου στη χαρά μου it is in adversity that one knows who his real friends are |
- ο γιατρός κι ο φίλος στην ~ φαίνονται (Vrettakos)
- ⓒ financial difficulties or embarrassments (syn δυσπραγία, οικονομική δυσχέρεια, οικονομικές δυσκολίες):
- έχω ~, έχω πολλές ανάγκες |
- βρίσκεται σε μεγάλη ~ |
- είναι άνθρωπος της ανάγκης is in necessitous circumstances (syn είναι άπορος) |
- εξ ανάγκης μου τα πουλώ it is because of my straitened finances that I sell these |
- κάνε καλό στους φίλους σου να το βρης στην ~ σου
- ⓓ bowel movement, defecation (syn αποπάτηση L, χέσιμο):
- φυσική ~ |
- κάνω την ~ μου, θέλω να κάμω την ~ μου |
- πήγε or βγήκε προς ~ του or για την ~ του |
- πάει για τις μικρές του ανάγκες πίσω από τις ανθισμένες βραγιές (need to urinate; Ouranis) |
- με τέτοιον καιρό δεν βγαίνουνε για ~, τα κάνουνε απάνω τους (AVlachos) |
- idiom phr ~ και κόψιμο(να σε πιάση)! curse or έχει ~ και κόψιμο is in extreme need
- ③ necessity, also philos Ananke (operating without purpose):
- η τυφλή Aνάγκη |
- η Aνάγκη, που στέκεται ψηλότερ' από μας, όρισε πως η Eλλάδα δεν πρέπει ποτέ να πεθάνη (Karagatsis)
- ④ region. (IonIsl, Maced, Sterea, Peloponn, Crete, Dodec etc) serious illness (even epidemic) (syn αρρώστια) often w. κακή (κακιά), τον εκόλλησε μια ~:
- | curses |
- να σου 'ρθη (or να σ' εύρη or να σε φάη) η ~! |
- κακή ~ να τον πιάση! or κακιά ~ να τον εύρη! [fr MG ανάγκη ← ByzG, PatrG ← K, AG] S. also ανάγκα, εν ανάγκη, εξ ανάγκης, κατ' ανάγκη.
- ① necessity, need: