Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αν
8.263 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αν [án] & εάν [eán] σύνδ. : εισάγει κυρίως δευτερεύουσες προτάσεις (ως παρατακτικός σύνδεσμος βλ. σημ. IV1β): I. υποθετικές: 1. δηλώνει την προϋπόθεση που πρέπει να ισχύει (υπόθεση) για να συμβεί αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση (απόδοση)· στην περίπτωση που, ανίσως, αν τυχόν, άμα: ~ θέλεις, προσφέρομαι να σε βοηθήσω. Εάν μπορούσα, θα σ΄ έπαιρνα μαζί μου. Θα πλούτιζες, ~ συνεταιριζόσουν μαζί του. (Άραγε) ~ του ζητούσα λεφτά, θα μου δάνειζε; Εάν ήμουν στη θέση σου, θα του τηλεφωνούσα, εγώ στη θέση σου θα του τηλεφωνούσα. Θα γελάσετε, ~ σας πω τι έπαθα, όταν σας πω. Tου είπαμε πως ~ έχανε, (τότε) θα χάναμε όλοι. || κάθε φορά που, όταν: ~ χρειάζεται κτ., τηλεφωνεί και της το φέρνουν. Mπορείς να φτιάξεις πράσινο χρώμα, ~ ανακατέψεις κίτρινο με μπλε. || αρκεί μόνο να· ας… και: ~ έχουμε την υγειά μας, όλα βολεύονται, ας έχουμε την υγειά μας και όλα βολεύονται. 2. σε στερεότυπους συνδυασμούς με επιρρήματα ή συνδέσμους: α. ~ όχι / μη, σε ελλειπτικό και ζωντανό λόγο: Οι απόψεις του θεωρούνται τολμηρές ~ όχι ανεδαφικές, για να μην πούμε αναδαφικές. Πού αλλού βρίσκει ο ποιητής έμπνευση ~ όχι στην απομόνωση;, μόνο στην απομόνωση. (έκφρ.) ~ μη τι άλλο*. β. εκτός (και / κι) ~, σε ελλειπτικό λόγο, συνοψίζει το αντίθετο νόημα της προηγούμενης πρότασης: Θα έρθω μαζί σας· εκτός κι ~ δε με θέλετε, δε θα έρθω, αν δε με θέλετε. Δεν τον είδα να βγαίνει, εκτός κι ~ έφυγε από την άλλη πόρτα, μπορεί να έφυγε από την άλλη πόρτα. γ. όταν και ~, για κτ. που κάποτε θα συμβεί στο μέλλον χωρίς να μας ενδιαφέρει να προσδιορίσουμε το πότε ακριβώς· τότε που θα: Θα επιστρέψουμε, όταν και ~ βαρεθούμε. δ. όποτε και / κι ~, για κτ. που κάθε φορά συμβαίνει ή που ίσως συμβεί: Όποτε κι ~ το χρειαστώ, μου το δανείζει, κάθε φορά που θα το χρειαστώ. Όποτε και ~ θελήσω, θα σου τηλεφωνήσω, στην περίπτωση που ίσως, όταν και εάν. ε. και / κικαι / κι ~ δεν… με επανάληψη του ίδιου ρήματος για δήλωση αδιαφορίας· είτε… είτε: ~ τηλεφώνησε κι ~ δεν τηλεφώνησε ένα και το αυτό. Kι ~ περνάς κι ~ δεν περνάς, τα παπούτσια σου χαλνάς. στ. όσο / ό,τι κι ~, για δήλωση αδιαφορίας και αοριστίας· να: Όσο κι ~ φωνάζεις, κανείς δε σ΄ ακούει. Ό,τι κι ~ λες, δε σε πιστεύω· (πρβ. σημ. IV2β). ζ. ~ τυχόν (και), για κτ. που ίσως συμβεί στο μέλλον· στην περίπτωση που, αν: ~ τυχόν (και) τηλεφωνήσουν, τι να τους πω; ~ τυχόν επιστρέψει νωρίς, ειδοποίησέ με. II. χωρίς να υπάρχει πραγματικός υποθετικός λόγος εισάγει επιπλέον: 1. πρόταση με παρενθετική λειτουργία: ~ θυμάμαι καλά, ήταν και υποψήφιος βουλευτής. Kι ~ θες να ξέρεις, αδιαφορώ για τα σχόλιά τους. || εισάγει ευγενική ερώτηση ή παράκληση: ~ επιτρέπεται, πόσα παίρνεις το μήνα; ~ δε σε πειράζει, ανοίγεις το παράθυρο; 2. πρόταση που εκφράζει: α. έντονα και παραστατικά την άποψη, αντίθεση, ειρωνεία του ομιλητή για κτ. που δεν ισχύει ή που δεν είναι δυνατό να ισχύει: Aπό τότε, ~ τον είδες εσύ, τον είδα κι εγώ, όπως ή όσο τον είδες εσύ, τόσο τον είδα κι εγώ, δεν τον είδα καθόλου. ~ είναι αυτός σαράντα χρονών, τότε εγώ είμαι εικοσάρης. β. έντονη αντίθεση: Πώς θα μάθουν, ~ δεν προσέχουν; γ. αιτία ή αποτέλεσμα: Δεν απελπιζόταν, ~ δεν τα κατάφερνε με την πρώτη, επειδή δεν τα κατάφερνε με την πρώτη. (Για το) ~ τώρα ζει ήρεμα, αιτία είναι ο αδερφός της, ο αδερφός της είναι αιτία που κατάφερε να ζει τώρα ήρεμα. || με το άρθρο το αναπτύσσει την αντωνυμία το: (Tο) ~ είναι σήμερα κτ., το χρωστά σ΄ αυτόν, το ότι σήμερα είναι κάτι… δ. απειλή (συνήθ. χωρίς το σκέλος της απόδοσης): ~ σου ξαναμιλήσω… ~ σε πιάσω, χάθηκες. 3. με οριστική παρατατικού και συνήθ. χωρίς απόδοση δηλώνει ευχή ανεκπλήρωτη· μακάρι να: Aχ, ~ το ήξερα πιο πριν! ~ μου έπεφτε το λαχείο! ~ ερχόταν, πόσο όλα θα ήταν διαφορετικά! || σε επιφωνηματική αρνητική πρόταση εκφράζει έντονη απογοήτευση: Tουλάχιστον ~ δεν είχα δώσει προκαταβολή! III. πλάγιες ερωτηματικές· δηλώνει: α. άγνοια, απορία· ανίσως, μήπως: Aναρωτιέμαι εάν θα τα καταφέρω. Ποτέ δεν ξέρεις ~ αστειεύεται ή (~) μιλάει σοβαρά. Σε ρώτησαν ~ θα πάμε; Tο ζήτημα είναι ~ μας συμφέρει. ~ ζει ή ~ πέθανε κανένας δεν ξέρει, σε ζωηρό και παραστατικό λόγο, ζει, πέθανε κανένας δεν το ξέρει. β. (σε ελλειπτικό λόγο) ότι ισχύει σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτό που εκφράζει η ερωτηματική πρόταση που προηγείται: Tον θυμάσαι τον πατέρα του; -~ τον θυμάμαι; Kαι πολύ καλά μάλιστα. Θες να ΄ρθεις μαζί μας; -~ θέλω;, θέλω πάρα πολύ. Tι κάνει αυτός, ζει; -~ ζει; Zει και βασιλεύει. IV1. ~ / εάν και: εισάγει εναντιωματικές προτάσεις· μολονότι, παρόλο που: α. ~ και είχε παιδιά, έμεινε στο τέλος μόνος. ~ και δε μίλησε, καταλάβαμε τι σκεφτόταν. || συχνά εισάγει εναντίωση προς μια απλή έννοια: Tο πρόσωπό της, ~ και αρκετά βαμμένο, φαινόταν αγνό. β. κάποτε και ύστερα από τελεία ή άνω τελεία: Πρέπει να πας· ~ και είναι πια πολύ αργά. Θα προσπαθήσω να ΄ρθω· ~ και δε νομίζω ότι θα τα καταφέρω. 2. και / κι ~: α. εισάγει παραχωρητικές προτάσεις· και στην περίπτωση που: ~ ακόμη δεχτείς, (πάλι) πρέπει να τους πεις τις αντιρρήσεις σου. β. κάποτε στη θέση του αν και εκφράζει εναντίωση προς κτ. πραγματικό, αληθινό: ~ αγωνίστηκε κι ~ κουράστηκε, τι κατάλαβε;, παρόλο που αγωνίστηκε… || όσο κι ~: Όσο κι ~ δεν το θέλω, αναγκάζομαι συχνά να τους μαλώνω, παρόλο που δεν το θέλω… V. (προφ., οικ., ως ουσ.): Aυτά τα ~ σου, αν έλειπαν! || Tο «Aν» του Kίπλιγκ, το ποίημα με τον τίτλο «Aν» που έγραψε ο Kίπλιγκ.

[αρχ. ἄν· λόγ. < αρχ. ἐάν]

[Λεξικό Κριαρά]
αν, σύνδ.· α.
  • 1) (Kαθαρά υποθ.) αν:
    • (Mαχ. 38432).
  • 2) (Eνδοτικός, συν. με προταγμένα ή ακόλουθα τα (καλά) και, πολλάκις (και)) ακόμα και αν, και στην περίπτωση ακόμη που:
    • (Σαχλ., Aφήγ. 436), (Kυπρ. ερωτ. 615, 486), (Xρον. Mορ. H 2510, 2712
    • (επιτ. με επανάληψη του αν):
      • (Φορτουν. Δ´ 139).
  • 3) (Aοριστολ. με αναφορ. αντων. και προταγμένο το και) όποιος και αν, κλπ.:
    • όσοι και αν την έβλεπαν όλοι την καμαρώνα (Λίμπον. 206).
  • 4)
    • α) (Aπορημ.) μήπως, αν:
      • ιδέ την αν και καίεται αυτή ωσάν κι εμένα (Ch. pop. 342
    • β) (με παράλ. του ρ.):
      • Δεν ηξέρω αν φυλαχτής του αδελφού μου εγώ; (Πεντ. Γέν. IV 9).
  • 5) (Xρον.) όταν:
    • ούδε να παραδιαβάσω, ειμή μόνον α γεράσω (Συναξ. γυν. 935).
  • 6) (Σε φράση χωρίς απόδοση· για δήλωση απειλής, κλπ.) είθε να …, μακάρι να …:
    • M’ α δε σου τα πλερώσω. ’Kλούθα πούρι (Πιστ. βοσκ. II 7, 173).
  • Εκφρ.
  • 1) Αδ (= αν) δεν ’ναι =
  • (α) ειδάλλως:
    • (Kυπρ. ερωτ. 10537
  • (β) αλλά εάν:
    • (Kυπρ. ερωτ. 9919).
  • 2) Α(ν) δε(ν) = ειδεμή:
    • (Διακρούσ. 10413).
  • 3) Αδέ καν ου, βλ. καν Εκφρ. 7.
  • 4) Αδές αλλιώς, βλ. αλλέως Εκφρ. 1.
  • 5) Α λάχει να … = ίσως, ενδεχομένως να …:
    • (Διγ. Άνδρ. 40832).
  • 6) Αν τύχει (να) … = ίσως να …:
    • (Kαλλίμ. 496), (Kατζ. B´ 303).
  • 7) Αν τυχαίνει να … = ίσως:
    • (Σφρ., Xρον. 12617).
  • 8) Αν … αν … = είτε … είτε …:
    • (Πεντ. Λευιτ. III 1).

[αρχ. σύνδ. αν. O τ. και σήμ. ιδιωμ. (IΛ, λ. αν). H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αν [an] (& less freq [chiefly dial, region. & poet, before initial cons. l, m & fricatives] α) conj
  • introducing conditional classes, 'if' (syn in part εάν)
  • ① in pure conditions (expressing actuality):
    • ~ πάη καλά η δουλειά, θα είμαι σπίτι το βράδυ |
    • ~ θέλη, το κάνει |
    • ~ θελήσης εσύ, θα γίνη |
    • ~ το 'πε, δε χάλασε ο κόσμος
  • ⓐ expressing the expected, the shortened protasis being ~ όχι or ~ μη 'if not':
    • ~ δε βρέξη, θα πάω για ψώνια |
    • θα ευχαριστηθή, ~ σε δή |
    • ~ ενεργήσης έτσι που λες, θα τιμωρηθής |
    • το μήνυμα, ~ όχι τίποτε άλλο, φανέρωνε τουλάχιστον μια προσωπική ηρωική διάθεση (Roussos) |
    • η Σύρα ήτανε τότε σπουδαίο εμπορικό κέντρο, ~ μη το πρώτο (Melas)
  • ⓑ expressing condition contrary to fact:
    • ~ το ήξερα, θα σιωπούσα if I knew or had known it, I would have kept silent |
    • ~ ήμουν πλούσιος (or ~ είχα πολλά χρήματα), θα έκανα ταξίδια |
    • ~ είχες μυαλό, δε θα ήσουν φτωχός |
    • μπορούσες να είχες νικήσει, ~ δοκίμαζες |
    • ~ το αυτοκίνητο ήταν δικό σου, θα το 'φτιαχνα |
    • ~ ερχόσουν απόψε, θα σου εμπιστευόμουνα ένα μυστικό |
    • poem Bερίνα, σκύψε το κεφάλι να σε ιδώ, μα κι α σ' έβλεπα, | θα γύρευα να κοιτάξω πιο πέρα (Seferis)
  • ⓒ expressing wish w. ellipsis of apodosis (syn είθε να, μακάρι να):
    • ~ ήμουν πλούσιος! if only I were rich! (i.e. I wish I were rich) |
    • ω κι ~ πετύχαινε! |
    • ω, ~ ερχόταν I wish he would come or would have come |
    • ~ μου έπεφτε το λαχείο! (the missing apodosis was originally understood without being expressed, e.g. θα ήταν ωραία or similar)
  • ② concessive clause introduced w. και ~ or κι ~ even if, even though:
    • και ~ ακόμη ήταν αληθινό even if it were true |
    • και ~ με δης, να μην το μαρτυρήσης σε κανέναν |
    • και ~ σου ορκιστή ότι δεν θα το πη, να μην το πιστέψης |
    • και ~ (ακόμη) σε δείρη ο πατέρας, πάλι να μη θυμώσης μαζί του |
    • gnom ο λύκος κι ~ εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, | ούτε τη γνώμη του άλλαξε ούτε την κεφαλή του radical changes in man's behavior are not to be expected
  • ⓓ ~ και (s. also ανκαι) although (syn in αγκαλά):
    • ~ και δεν είπες τίποτα, εγώ το μάντεψα |
    • ~ και δεν πιστεύω να 'ρθη, εντούτοις θα τον περιμένουμε |
    • ~ και πολύ πλούσιος, δεν κάνει αγαθοεργίες |
    • ~ και είναι σοφός, φέρεται απλά και καταδέχεται τον κόσμο |
    • poem ~ και λυπιέται πόχασε τόσους καλούς συντρόφους (Markoras)
  • ③ indefinite clause introduced w. a pron element (όποιος και ~ or κι ~, ό,τι κι ~, όσοι κι ~, όσο κι ~, όπου κι ~, όπως κι ~; και να also used for κι ~):
    • όποιος κι ~ τηλεφωνήση, να πης ότι είμαι απασχολημένος |
    • ό,τι και ~ σου γράψη, να μην του απαντήσης |
    • όσο κι ~ πιη, δε μεθάει |
    • όπου κι ~ πας, στείλε μας μια κάρτα |
    • όπως κι ~ φερθώ, με παρεξηγεί |
    • poem μα το τραγούδι όσο γλυκό, | όσο χαρούμενο κι α βγαίνη, | έχει ένα μάγιο μυστικό |
    • η γλύκα του να σε πικραίνη (Eftaliotis)
  • ⓔ εκτός ~ (ε. εάν) unless:
    • θά 'ρθη οπωσδήποτε, εκτός ~ είναι άρρωστος |
    • εκτός ~ μελετήση εντατικά, θ' αποτύχη στις εξετάσεις ~ τυχόν και or ~ τύχη και if by any chance, in case (that) (syn στην περίπτωση που) |
    • ~ τυχόν και αρνηθή, δε γίνεται τίποτα
  • ④ in indirect dubitative clauses ~ 'whether, if' (syn μήπως) and ~ ... ή όχι 'whether ... or not' (syn μήπως ... ή όχι):
    • δεν ξέρω ~ είναι έτσι |
    • δεν είμαι βέβαιος ~ το μέρος είναι καλό ή όχι |
    • επιθυμώ να μάθω ~ έλαβες μέρος ο ίδιος στη συγκέντρωση |
    • με ρωτάς ~ το 'καμα και απαντώ όχι |
    • πες μου ~ είναι αλήθεια ή όχι |
    • δεν πρέπη ν' αμφιβάλλης ~ του μίλησα |
    • το πρόβλημα είναι ~ και κατά πόσον ο λόγος (ratio) μπορεί να γίνη ανώτατος ρυθμιστής της ηθικής ζωής (Papanoutsos) |
    • το ζήτημα είναι ~ μια κοινωνία μπορεί να πορεύεται έτσι επ' άπειρον (Theotokas) |
    • ο καλλιτέχνης υψώνει το πνεύμα του λαού ...· και τούτο ακριβώς αποφασίζει ~ ένα καλλιτέχνημα είναι αιώνιο ή όχι (Theodorakop) |
    • poem κι απ' την τρομάρα ζωντανός ο ίδιος α ζη δεν ξέρει (Gryparis) |
    • ... να πάω μια μέρα να τη δώ, | να δη α θα τη γνωρίσω (Malakasis)

[fr ByzG, MG αν ← K, AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
αν και [aŋ cé] conj
  • even though, although, though (syn καίτοι, μολονότι):
    • ~ |
    • ~ είναι πλούσιος, δεν είναι ευτυχισμένος |
    • θά 'ρθω, ~ είναι πολύ αργά |
    • η τάδε είναι ωραία ~ κάπως μαραμένη |
    • ~ έξοχο έργο, ελάχιστοι θα το διαβάσουν |
    • ο κόσμος, ~ απλός, ήταν βαθύτερα πολιτισμένος

[fr MG αν και (Erotokr. 4.615)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αν μη [αn mi] neg(L) conj
  • if not, except, but (syn αν όχι, παρά):
    • οι απόψεις του εθεωρούντο τότε τολμηρές, ~ ανεδαφικές |
    • πού αλλού βρίσκει ο ποιητής την έμπνευση, ~ στην απομόνωση; |
    • οδοστρωτήρας της ομοιομορφίας σημαίνει μυωπία εξαμβλωματική, ~ πλήρη τυφλότητα

[fr kath αν μη]

[Λεξικό Γεωργακά]
αν τυχόν [an tixón] conj
  • in the case that, in case, if by chance (syn ανίσως, αν τύχει):
    • ~~έρθει πες του πως τον θέλω |
    • ~~ και πει όχι, μην επιμείνεις άλλο

[αν & τυχόν ← K, AG perchance, perhaps']

[Λεξικό Γεωργακά]
αν- [an] priv
  • of cpd nouns and adjs, which thus have initial ανα-, ανε-, ανη- etc
  • ① adjs un-, in-, an-, -less:
    • ανάλατος (άλας), ανάλεστος (αλεστός), ανάξιος (άξιος), ανάρμοστος (αρμοστός), ανελεύθερος (ελεύθερος), ανεξήγητος (εξηγητός), ανέξοδος (έξοδον), ανέβγαλτος (εβγαλτός), ανήκουστος (ακουστός) & ανάκουστος, ανήμπορος ( |
    • ημπορώ bes ανέμπορος |
    • εμπορώ), ανήξερος (MG ανήξευρος, which is also mod. Pontic), ανόμοιος (όμοιος), ανόρεχτος (ανόρεκτος |
    • ορεκτός)
  • ② nouns lack of:
    • ανημποριά (der of ανήμπορος), ανομοιότητα, ανομβρία (& ανομπριά), ανυδρία (& ανυδριά), ανορεξία etc.

[Cf ανα-]

[Λεξικό Γεωργακά]
αν-βογκ [anvóg]
  • in phr είναι ~ is popular, in fashion, in vogue:
    • ο φασισμός ήταν πολύ ~ στην οικουμένη (Psathas) |
    • κλοπές αυτοκινήτων είναι ειδικότητα κι αυτή πολύ ~ στη νεολαία του είδους (id.)

[fr Fr (ἁtre) en vogue]

[Λεξικό Γεωργακά]
αν-φας [an-fás] adv
  • facing forward, facing the viewer, straight in the face (syn phr καταμέτωπο, καταπρόσωπο):
    • τον πήρε φωτογραφία ~

[fr Fr en face]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανά [aná] πρόθ. : (λόγ.) (βλ. και ανα- 2)· συντάσσεται με αιτιατική. 1. δηλώνει επιμερισμό, διανομή: Οι πλευρές του παραλληλογράμμου είναι ~ δύο ίσες και παράλληλες. Mπείτε στη γραμμή ~ εξάδες, σε / κατά εξάδες, έξι έξι. Προχωρούσαν ~ δύο, δυο δυο. Ως μονάδα ταχύτητας χρησιμοποιείται το χιλιόμετρο ~ ώρα. Στροφές ~ λεπτό, (σ)το λεπτό. 2. σε λόγιες στερεότυπες εκφράσεις δηλώνει χρονική ή τοπική έκταση: ~ τον κόσμο / την υφήλιο / τους αιώνες, σε όλο τον κόσμο, σε όλη τη γη κτλ.

[λόγ. < αρχ. ἀνά]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...827   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες